Μια φορά βρέθηκα σε κάποιο αυτοκίνητο του οποίου ο οδηγός δεν έκανε την κίνηση να βάλει μουσική παρά τη δίωρη διαδρομή που είχαμε μπροστά μας. Δεν μπορεί το θόρυβο, είπε, όλο τα ίδια και τα ίδια, είπε, θέλει ηρεμία, είπε. Γενικά δεν κρίνω, αλλά προφανέστατα ο άνθρωπος έπασχε από κάποια σπάνια μορφή ψυχολογικής ανωμαλίας που με έκανε, πρώτον, να φοβάμαι για τη ζωή μου και δεύτερον, να μετανιώνω την ώρα και τη στιγμή που αποφάσισα να το παίξω φιλική και να μην πάω όμορφα, ωραία κι αντικοινωνικά στον προορισμό μου με το δικό μου αυτοκίνητο.
Γιατί όταν μπαίνεις στο αυτοκίνητο, όλοι το ξέρουν αυτό, η σειρά έχει ως εξής: κλειδί στη μίζα, κατέβασμα χειρόφρενου, φώτα, ραδιόφωνο, ζώνη, πρώτη. Επειδή δεν ξεκινάς αν δεν έχεις βρει ήδη ένα καλό τραγουδάκι να παίζει, ένα τραγούδι που θα κάνει την πεντάλεπτη ή πεντάωρη (δεν έχει σημασία) διαδρομή από υποφερτή ως διασκεδαστική κι επειδή αν έχεις φάει τα νιάτα σου χρόνια ολόκληρα να πηγαινοέρχεσαι με ΚΤΕΛ, άρα να αντέχεις κι όλες εκείνες τις αψυχολόγητες μουσικές επιλογές των οδηγών τους (που για κάποιο περίεργο λόγο κυμαίνονταν πάντα από σαρακατσάνικα χιτς μέχρι τα άπαντα Χιώτη-Μαίρης Λίντα), όταν αρχίσεις να οδηγάς εκτιμάς με το παραπάνω το δικαίωμά σου στην ελευθερία των μουσικών σου επιλογών, τις οποίες πλέον δεν ακούς μόνο, αλλά και ζεις.
Ναι, μιλάω για όλους εμάς που το αυτοκίνητό μας είναι το βασίλειό μας, το δεύτερο σπίτι μας, ένας χώρος που μας επιτρέπει να είμαστε ο εαυτός μας και να εκφραζόμαστε όπως μας γουστάρει. Ναι, μιλάω για όλους εμάς που αυτήν την ελευθερία έκφρασης τη μεταφράζουμε ως «δίνουμε τη δική μας συναυλία στον περιφερειακό, στο κέντρο της πόλης, σε όλα τα φανάρια του κόσμου», μόνοι μας ή (ακόμα χειρότερα) με εκείνους τους υπέροχα απροσάρμοστους κολλητούς μας που μας κάνουν με μεγάλη τους χαρά τις δεύτερες ή συμπληρώνουν ιδανικά τα χορευτικά μας σαν να ήταν εμείς.
Δεν έχει σημασία αν γελάνε απ’ τα διπλανά αυτοκίνητα, εμείς το κομμάτι μας θα το κάνουμε· δεν ενοχλούμε κανέναν άλλωστε, ίσα-ίσα τους φτιάχνουμε και τη μέρα, κάνουμε το χειλάκι τους να σκάσει, πώς το λένε; Επειδή δεν τραγουδάμε απλώς, όχι παιδί μου, το ζούμε το όλο θέμα! Παίρνουμε ύφος Μπιγιονσέ, μοστράρουμε φιγούρες Τίμπερλεϊκ, κάνουμε γυρίσματα Γονίδη, γενικά περνάμε ωραία κι αυτό βγαίνει προς τα έξω.
Αν πετύχουμε καμιά καλή μπαλάντα, δε, εκεί να δεις! Παίρνουμε ύφος περίλυπης Celine Dion και παίζουμε στο δικό μας δραματικό βίντεο κλιπ, διπλό μπόνους πόνου και περισυλλογής αν βρέχει κιόλας, εκεί, συγγνώμη, αλλά πού είναι κάποιος μεγάλος σκηνοθέτης να μας σκηνοθετήσει και γιατί πάει τόσο ταλέντο χαράμι, πες μου λίγο.
Μην ιδρώνει το αφτάκι σου, συνέχισε έτσι, μια χαρά σοβαρός είσαι, αρκεί να έχεις τα μάτια και τα αφτιά σου στο δρόμο και να κρατάς το τιμόνι με τα δυο σου χέρια (ξέρω, δε βολεύει σε όλες τις φιγούρες, αλλά προσπάθησέ το)· το νόημα, άλλωστε, το έχουν πιάσει απ’ τα μαλλιά μόνο όσοι δε χάνουν ευκαιρία να κάνουν πλάκα, μόνο όσοι δεν παίρνουν τον εαυτό τους και τον κόσμο αρκετά στα σοβαρά ώστε να μπαίνουν σε κουτάκια και καλούπια σοβαροφάνειας.
Εκφράσου λοιπόν ελεύθερα, ζήσε το κάθε σουξέ σαν να ήτανε δικό σου και την κάθε στιγμή σαν να είσαι πρωταγωνιστής του δικού σου βίντεο κλιπ, καθώς ίσως και να είσαι τώρα που το σκέφτομαι.
Καλές βόλτες, να προσέχεις!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη