Ένα όμορφο πρωινό, ένα σούρουπο, σε παίρνει τηλέφωνο και θέλει να σε δει. Φαντάζεσαι πως θα είναι ο συνηθισμένος σας καφές, αλλά μάλλον λάθος φαντάζεσαι. Και τότε σου ανακοινώνει, σε απόσταση αναπνοής, πως είναι ερωτευμένος μαζί σου. Σε θέλει, λέει. Δεν μπορεί μακριά σου. Κρύβει τα συναισθήματα του εδώ και καιρό κι αποφάσισε, τώρα, να στα ανακοινώσει. Ο κολλητός σου. Ο καλύτερος σου φίλος.

Και κάπως έτσι, διαλύεται κι ο κόσμος σου. Κάπου εκεί χάνεις το μέτρημα. Δε γίνεται να συμβαίνει σ’ εσένα όλο αυτό. Δε θέλεις, δεν έπρεπε. Αμέτρητα ερωτηματικά στροβιλίζουν στο μυαλό σου. Αναμνήσεις έρχονται για να επιβεβαιώσουν τα λόγια του. Ένα πλάκωμα σα σύννεφο έρχεται και παίρνει τη θέση που του αρμόζει στην καρδιά σου και το μυαλό σου, για να μη σε αφήσει να ηρεμήσεις. Για να μην μπορείς να κοιμάσαι ήρεμος τα βράδια. Για να ταλαιπωρείς τον εαυτό σου με «πώς» και «γιατί».

Κι ύστερα έρχεται κι ο θυμός. Από πού και ως πού, αυτός, ερωτευμένος μαζί σου; Ποτέ δεν έδωσες δικαίωμα. Ποτέ δεν άφησες περιθώρια. Ποτέ δε σου έδειξε κάτι. Τώρα γιατί; Τώρα γιατί πρέπει να τα κάνει όλα πουτάνα; Γιατί να τον χάσεις; Και δεν υπάρχει καμία απάντηση. Γιατί στα συναισθήματα δεν υπάρχει λογική, δεν υπάρχει μαθηματική εξίσωση που λύνεται. Υπάρχει τρέλα, υπάρχει το ανεξήγητο. Υπάρχει το ακατανόητο. Κι εσύ, καλείσαι να έρθεις αντιμέτωπος με όλα αυτά και να δώσεις μία λύση σ’ αυτήν την κατάσταση.

Κοντεύεις να σκάσεις γιατί κουβαλάς το περιβόητο μυστικό και δεν μπορείς να το ανακοινώσεις σε κανέναν. Έτσι και το πεις, θα ξεκινήσει το γαϊτανάκι. Θα έρθει το μπουρίνι να σας πλακώσει. Σας πήρε και σας σήκωσε. Οπότε το κρατάς φυλακισμένο στην καρδούλα σου και πορεύεσαι με αυτό. Ψάχνεις τρόπους διαφυγής αλλά δεν υπάρχουν. Αρνείσαι την πραγματικότητα και δε θέλεις να το πιστέψεις. Ελπίζεις πως βλέπεις έναν κακό εφιάλτη και θα ξυπνήσεις από όλο αυτό. Ελπίζεις πως θα σε πάρει τηλέφωνο και θα σου πει πως σου έκανε πλάκα. Ψάχνεις κάπου ανακούφιση, μα δεν τη βρίσκεις πουθενά.

Όσο κι αν αρνείσαι να το δεχτείς, όσο και να χτυπιέσαι δεν αλλάζει κάτι. Οπότε, έρχεται η ώρα για μια κουβέντα. Ώριμη και σοβαρή. Εσύ κι αυτός. Εσύ κι ο κολλητός. Και ξεκινάει να ξετυλίγεται το κουβάρι.

Εν τέλει, κάπως έτσι, μπλέκεται ακόμα πιο πολύ. Και τρέχα, γύρευε. Το πιο επώδυνο είναι πως θα χάσεις έναν άνθρωπο σημαντικό για εσένα, ένα κομμάτι της ζωής σου. Γιατί στις περισσότερες περιπτώσεις, πρόκειται για έρωτα μονόπλευρο. Κι εκεί φτάνει η ώρα που πρέπει να φύγεις. Πρέπει να ξεχάσεις τα αστεία σας, τις ταινίες σας, τις ατελείωτες ώρες που μιλούσατε στο τηλέφωνο.

Πρέπει να απομακρυνθείς από τη ζωή του κι αυτός από τη δική σου. Γιατί κανένας δεν μπορεί να δεχτεί αυτό που συμβαίνει. Γιατί εσύ θέλεις το φίλο σου πίσω, θέλεις τη ζωή σας πίσω. Εκείνος πάλι θέλει εσένα κοντά του. Πιο κοντά του από ποτέ.

Θα έρθουν δάκρυα. Θα έρθουν παρεξηγήσεις, τσακωμοί. Θα απομακρυνθείτε, θα χαθείτε. Μα στο τέλος, θα βλέπετε μαζί και πάλι το ουράνιο τόξο. Γιατί, μ’ αυτόν τον άνθρωπο, σας συνδέει κάτι πολύ περισσότερο από μια άσχημη κατάσταση. Κι ο χρόνος όλα τα γιατρεύει κι όλα σε κάνει να τα ξεχνάς. Κάπου εκεί στο σκοτάδι που ζεις τώρα και στο απόλυτο μαύρο, θα δεις μια ηλιαχτίδα να μπαίνει.  Θέλει καιρό, μα θα έρθει.

 

Συντάκτης: Ναταλία Καρά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου