«Θα περάσει κι αυτό», λένε. Λες κι είναι καμιά ίωση ο έρωτας και περνάει έτσι εύκολα, δίχως πόνο. «Θα περάσει», λες κι εσύ σαν από συνήθεια. Έμαθες σ’ αυτή τη φράση, ίσως και να σε παρηγόρησε κάπως και απάλυνε λίγο τον πόνο σου. Ή μάλλον, καλύτερα, τον μούδιασε. Τον έκρυψε επιδέξια κάτω απ’ το χαλάκι και σε έπεισε πως «μάλλον ναι, πέρασε». Η πληγή δεν πονάει αν δεν την πιέσεις κι εσύ έμαθες να την αποφεύγεις με μαεστρία. Μην ακουμπάς για να μην πονάς. Μη θυμάσαι, μην ανατρέχεις σε μνήμες παλιές και κυρίως μην ακουμπάς. Μέχρι που έγινε σχεδόν δεύτερη φύση σου.
Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που τους είδες μαζί. Τον άνθρωπό σου χωρίς εσένα. Μέχρι τη στιγμή που άκουσες κάποιον άλλο να αποκαλεί «δικό του» έναν άνθρωπο που κάποτε ήταν «δικός σου». Όχι πλέον ο άνθρωπός σου, αλλά ο δικός του. Μανία αυτή η κτητικότητα· ευχή η απόκτησή της, μα κατάρα η χασούρα. Το «μαζί» που κάποτε παλέψατε για να χτίσετε, έγινε «χώρια» και το ένα μισό έψαξε αλλού την πολυπόθητη ολοκλήρωση. Αλλού, χωρίς εσένα.
Και τότε είναι που χάνεις κάθε τεχνική που απέκτησες για να μην πονάς και άτσαλα προσπαθείς να καλύψεις την πληγή σου. Να μην ανοίξει, να μην πονέσει ξανά, να μην κακοφορμίσει. Μόνο που περισσότερο πόνο καταφέρνεις να προκαλείς στον εαυτό σου. Και κάπου εκεί σε χτυπάει η συνειδητοποίηση. Τίποτα δεν πέρασε, τίποτα δεν είναι καλά, όλα πονάνε. Οι μορφίνες έπαψαν να επιδρούν πια κι εσύ δεν μπορείς να κρυφτείς άλλο απ’ το μέσα σου.
Δεν μπορείς γιατί τώρα ξέρεις. Πάντα ήξερες, αλλά προτιμούσες να προσποιείσαι· πως όλα πήραν το δρόμο τους, πως όλα συνέβησαν για το «καλύτερο», που ανάθεμα πια μ’ αυτή την εμμονή για βελτίωση. Τώρα πια φανερώθηκαν οι κρυψώνες κι εσύ δεν έχεις πουθενά να κρυφτείς, δεν έχεις τίποτα να σε καλύψει. Παραδέχεσαι επιτέλους πως αν σε πονάει ακόμα, δεν το έχεις ξεπεράσει. Η παραδοχή όμως δείχνει παράδοση με απουσία λευκού πανιού. Δεν το θες κι όμως ξέρεις ότι τίποτα δεν έχει περάσει, τίποτα δεν είναι «καλύτερα», ούτε καν «καλά» κι ας προσπαθούν να σε πείσουν όλοι για το αντίθετο. Δεν έχεις προχωρήσει, δεν το έχεις αφήσει πίσω σου κι ας προσπαθείς ακόμη κι εσύ τόσο καιρό να πείσεις τον εαυτό σου.
Όλα σταματούν όταν ένας άλλος, ο «ξένος», αποφάσισε να διεκδικήσει κάτι δικό σου κι ας ξέρεις ότι δε σου ανήκει πια. Μεταξύ μας, δε σου ανήκε και ποτέ. Δεν είναι μπιχλιμπίδια οι άνθρωποι, δεν μπορούμε να τους αποκτήσουμε κι ας προσπαθούμε συνεχώς -επί ματαίου. Καταλαβαίνεις ότι ο άλλοτε άνθρωπός σου σου στερεί το προνόμιο στην κτητικότητα κι ας το θεωρούσες εσύ δικαίωμά σου. Το παραχωρεί απλόχερα σε κάποιον άλλο κι εσύ μπορείς να στέκεις εκεί σαν χάνος αλλά τίποτα δεν περνά απ’ το χέρι σου πια. Δεν είναι πλέον «δικός σου», αλλά κάποιου άλλου. Έπαψε να σου «ανήκει» από τη μέρα που βγήκε απ’ τη ζωή σου κι ας το συνειδητοποιείς εσύ μόλις εκείνη τη στιγμή.
Τρικυμία εν κρανίω οι σκέψεις σου, προσπαθώντας να συλλάβεις τα νέα δεδομένα. Και ξαφνικά κενό. Όλα λευκά, όλα στο τίποτα. Το γνώριμο μούδιασμα επιστρέφει και σε επαναφέρει στην πρότερη κατάσταση. Δε νιώθεις πόνο πια, μα τώρα δεν μπορείς να μη σκέφτεσαι. Δε γίνεται να μην αντηχεί στ’ αυτιά σου η φωνή του άλλου, του ξένου. «Όλα περνάνε τελικά», σκέφτεσαι. Μα δεν αναφέρεσαι πια στον πόνο, αλλά στους ανθρώπους.