Δυο λέξεις, σου λέει, είναι. Μια φράση σαν όλες τις άλλες, από γράμματα φτιαγμένη. Μα έχει τόση δύναμη που χτίζει και γκρεμίζει σε κλάσματα δευτερολέπτου. Άλλες φορές λέγεται με προχειρότητα κι άλλες πάλι ξεχειλίζει μια σοβαρότητα που πλησιάζει τη σοβαροφάνεια. Αυτό που μένει είναι ο απόηχος που αφήνεται μέσα μας στο «σ’ αγαπώ». Μα σαν εκείνο το πρώτο «σ’ αγαπώ» που θα ειπωθεί ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, όμοιό του δε θα συναντήσεις, όποια πορεία κι αν χαραχτεί σ’ αυτή τη σχέση.
Μέσα σε μια φράση προσπαθούν δυο χείλη να προδώσουν όσα γεννιούνται στην ψυχή. Τσιμπήματα των κυττάρων που βρίσκουν γιατρειά μόνο στο άκουσμά της. Ηδονή κρυμμένη στα βλέμματα δυο ανθρώπων που καρτερούν το άγγιγμα για να νιώσουν λίγη απ’ τη φωτιά τους να καταλαγιάζει. Κι όταν η σιωπή γίνεται θηλιά να τους πνίξει, άλλο δε βρίσκουν να εκφράσει όσα μουδιάζουν το μυαλό τους, παρά μόνο εκείνο το επικίνδυνο μικροσκοπικό «σ’ αγαπώ».
Κι είναι τόσο αλλιώτικο από όσα θα ακολουθήσουν, αυτό το πρώτο. Γιατί πάντα η πρώτη φορά που δοκιμάζεις κάτι, κρύβει προσμονή, ελπίδα, κούραση, χαλάρωση. Δοκιμάζεσαι στο καινούργιο, αφήνεσαι δίχως άμυνες στο παρακάτω και δίχως φρένα οδηγείσαι στο παραπέρα.
Καμιά φορά το λες κι έπειτα συνειδητοποιείς με πόση ευκολία ειπώθηκε αυτό που κάποτε σου φάνταζε τόσο δύσκολο με άλλους. Απορείς με σένα και μ’ αυτόν που αξιολογήθηκε απ’ τον αυθορμητισμό με τόσο υψηλή βαθμολογία, ώστε κατάφερε να ακούσει χωρίς να κάνει κάτι ιδιαίτερο, αυτό που τόσα χρόνια πνιγόταν στο σάλιο σου και το μασούσες στους ψιθύρους σου.
Εκείνο το πρώτο «σ’ αγαπώ» που θα ειπωθεί ανάμεσα σε δυο ανθρώπους, όταν είναι αληθινό, μοιάζει με τον οργασμό που βαράει κόκκινο ανάμεσα σε δυο κορμιά κι ας είναι τυλιγμένα με παλτό, κι ας μην αγγίζονται, κι ας είναι κουκκίδες μέσα στο πλήθος.
Βάζει τη βούλα και τη σφραγίδα και δηλώνει τα αυτονόητα. Δε χρειάζεται προλόγους και κόκκινα χαλιά στρωμένα για να βραβευτεί σε κατάμεστες αίθουσες ανάμεσα σε δεκάδες υποψηφιότητες συναισθημάτων. Είναι ο κεντρικός ήρωας σε μια ιστορία που δε χρειάζεται υπότιτλους για να γίνει κατανοητό το νόημά της. Εκείνο το «σ’ αγαπώ» μπορεί να δημιουργήσει σενάρια και σκηνές που θα ζήλευε ο καλύτερος σκηνοθέτης του κόσμου.
Και ναι, ακούς βεγγαλικά και νιώθεις φωτιές να καίνε γύρω σου και μουδιάζει το κορμί σου και γίνεσαι ένα με το στόμα του ανθρώπου που στο λέει. Κι ας είσαι από εκείνους που δεν πιστεύεις σε παραμύθια και ρομαντισμούς. Έρχεται μια φράση να σου ανατρέψει κάθε σκέψη σου για συναισθηματικές γελοιότητες. Από εκπρόσωπος τεχνοκρατικών αντιλήψεων κι απεικόνιση συναισθηματικού παγόβουνου, μετατρέπεσαι σε μια στιγμή σε κάστρο από άμμο που πνίγεται στο «σ’ αγαπώ» ενός ανθρώπου και δεν αναζητάς κανένα σωσίβιο.
Αναμετριέται η λογική με το συναίσθημα κι η ισορροπία με την τρέλα, καταθέτουν τα όπλα αμαχητί και γίνονται θυσία στη φράση που μόνο υπόκλιση απαιτεί. Γιατί όσα κι αν ειπωθούν μετά δε θα έχουν την ίδια αίγλη, την ίδια πρωτοτυπία. Στο πρώτο «σ’ αγαπώ» γίνεται κατάθεση του υλικού που φτιάχτηκες, στα χέρια ενός άγνωστου ανθρώπου μέχρι χθες, δίνοντάς του το ελεύθερο να σε αναλύσει, να σε σκορπίσει και να σε ξαναπλάσει. Ξεχνάς όσα σε έφεραν μέχρι το διάβα του και γίνεσαι άγραφο χαρτί να σου διηγηθεί σιγά σιγά τη δική σας ιστορία.
Το πρώτο «σ’ αγαπώ» είναι η γέφυρα για να περάσεις στην αντίπερα όχθη απ’ τα περασμένα σου και να προχωρήσεις στα μελλούμενα. Μια γέφυρα που αν εκείνος που σε περιμένει απέναντι είναι ο κατάλληλος θα καταφέρει να σε κάνει να ξεχάσεις την ύπαρξή της και θα σε κρατήσει για πάντα, εκούσια αιχμάλωτο, σ’ ένα μοναδικά αλλιώτικο «μαζί».
Γι’ αυτό αν στο άκουσμά της φράσης αυτής από τα χείλη του ανθρώπου σου, ακούσεις ένα «κρακ», μην τρομάξεις. Θα είναι η πρώτη ρωγμή στα θεμέλια αυτής της γέφυρας κι η αρχή του τέλους της.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη