Κι εκεί γύρω στα 18 μαζεύεις τα μπογαλάκια σου, μαζεύεις τα κομματάκια σου κι αποχωρείς απ’ την οικογενειακή εστία. Αρχιτεκτονική σου λέει, φιλοδοξία ζωής, αλλά δεν έχει στο νησί. Άσε που και να είχε, τόσα χρόνια ονειρεύεσαι να ζήσεις στη μεγαλούπολη, στο δικό σου σπίτι, να βγαίνεις, να πίνεις και λόγο να μη δίνεις, να μη στρώνεις το κρεβάτι σου το πρωί.
Ήρθε η ώρα να ανοίξεις τα δικά σου φτερά κι όλα τα συναφή ανεξάρτητα κι επαναστατικά. Τα άλλα τα ζόρικα, όμως, δεν τα έχεις αναλογιστεί πριν βρεθείς ενώπιόν τους. Θα έρθει εκείνη η εξεταστική που δε θα θέλεις κανέναν πέρα απ’ τη μανούλα να σου καθαρίσει το σπίτι γιατί δεν έχεις χρόνο κι αντοχή και να σου έχει έτοιμο φαγητό στο διάλειμμά σου. Αυτό το μαμαδίστικο, το παραδοσιακό, που μαγειρεύεται πολλές ώρες, που μυρίζει όλη η πολυκατοικία και που πάντα περισσεύει.
Και θα έρθει κι εκείνη η άλλη φορά που όλοι θα έχετε πιει λίγο παραπάνω, αλλά πρέπει μόνος σου, κύριε ανεξάρτητε, να βρεις τον τρόπο να γυρίσεις σπίτι γιατί ο μπαμπάς είναι λίγο μακριά για να έρθει να σε μαζέψει. Πριν προλάβεις να το συνειδητοποιήσεις θα σου λείπει ακόμη κι ο έλεγχος κι η γκρίνια μήπως δεν έχεις ντυθεί καλά και κρυώσεις. Αυτή η γλυκόπικρη νοσταλγία.
Όσο είσαι φοιτητής θεωρείς ότι είσαι μικρός κι αυτός είναι ο μοναδικός λόγος που σου λείπει τόσο το παιδικό σου δωμάτιο και τα αδέρφια σου. Ταυτόχρονα αρνείσαι να το παραδεχτείς ακόμη και στον ίδιο σου τον εαυτό. Όταν τους είχες όλους μες στα πόδια σου περνούσες εφηβεία και σου την έσπαγαν και λίγο. Τώρα;
Μετά λύπης θα σε πληροφορήσω ότι δε φταίει η ηλικία κι αδίκως κρύβεσαι. Θα τελειώσεις τη σχολή και δε θα γυρίσεις στο πατρικό, γιατί η καριέρα δε χτίζεται εκεί. Έρχονται μεταπτυχιακά, η πρώτη σου δουλειά, η πρώτη σου σοβαρή σχέση και δεν έχεις συνηθίσει ούτε θέλεις να συνηθίσεις να βλέπεις τους δικούς σου ανθρώπους μόνο σε καλοκαιρινές διακοπές και γιορτές. Μήπως να γυρίσεις πίσω; Και τι να κάνεις εκεί;
Πήρες τη ζωή στα χέρια σου, είπες, έχεις τους δικούς σου στόχους που πασχίζεις να κυνηγήσεις κι ήσουν προετοιμασμένος για την απόσταση. Στάθμισες τι κερδίζεις και τι χάνεις κι έκανες την επιλογή σου νιώθοντας απεριόριστη ευγνωμοσύνη που δεν αποφάσισε κάποιος άλλος για σένα. Απλώς η επιλογή σου περιλαμβάνει ατέλειωτα καθημερινά τηλεφωνήματα κι ένα σταθερό άγχος. Αν τους συμβεί κάτι και λείπεις; Καλό, κακό. Αν σου συμβεί κάτι, γιατί να μην τους έχεις μαζί σου να το μοιραστείς;
Κι αν φέτος τις γιορτές αυτός ο στριμμένος ο πολυεθνικάριος δε σου δώσει άδεια να πας να τους δεις; Είναι οικογενειακές μέρες αυτές. Πατάμε πόδι. Χωρίς τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες της γιαγιάς δε νιώθουμε Χριστούγεννα. Άσε που κι ο παππούς ακόμη σε βάζει να πεις τα κάλαντα βρίσκοντας αφορμή να σου γλιστρήσει στην τσέπη κανένα δεκάρικο. Αυτές είναι οι μαγικές στιγμές που σου λείπουν απεριόριστα και που εκτιμάς όταν τις στερείσαι.
Μα εσύ έκανες την επιλογή σου, μη γελιέσαι. Η ζωή έχει μαγικές στιγμές, αλλά δεν είναι παραμύθι. Θα έρθει η μέρα της επιστροφής που θα γεμίσεις τη βαλιτσούλα σου, θα καταπιείς κι ένα δάκρυ που θα αγκαλιάσεις τη μαμά στο αεροδρόμιο πριν πας σπίτι. Κι αυτή θα είναι η ζωή σου στο εξής.
Τι είκοσι, τι τριάντα, μια ζωή με μια βαλίτσα στο χέρι και κάθε πισωγύρισμα στα παιδικά σου λημέρια να αξίζει περισσότερο. Όλοι εκεί θα είναι και θα σε περιμένουν. Μην τολμήσεις τώρα να σκεφτείς ότι κάποτε δε θα είναι, πονάει προκαταβολικά αβάσταχτα, πολύ ώριμα θα σκεφτόμαστε ότι δε θα τους χάσουμε ποτέ.
Σημασία έχει να σκέφτεσαι ότι τους έκανες περήφανους που στάθηκες στα πόδια σου. Μπορεί να είσαι μακριά απ’ τη γειτονιά που μεγάλωσες και τους ανθρώπους που αγαπάς περισσότερο σε αυτό τον κόσμο, αλλά είναι οι ίδιοι που σε διαμόρφωσαν έτσι ώστε να τα καταφέρεις. Να τους ευχαριστείς πού και πού και να τους θυμίζεις πόσο σου λείπουν.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη