Γράφει η Μαρία.
Χωρίσαμε. Μου λείπεις. Κρίμα να μένει πάντα κάποιος πίσω να αναζητά ελπίδες. Κρίμα να βγαίνω πάντα εγώ η χαμένη ανάμεσά μας. Βλέπεις; Αυτό δείχνει πως σ’ αγαπώ λίγο περισσότερο. Ελπίζω ακόμα παρ’ όλα αυτά. Κοιτώ τα ερχόμενα αμάξια. Γυρνώ κάθε φορά που ακούω τ’ όνομά σου, σαν να φωνάζουν εμένα. Είναι άδικο να σε σκέφτομαι συνεχώς μόνο εγώ. Νομίζω πως σε βλέπω, μα αυτό είναι αδύνατον. Μία τέτοια παραίσθηση, με έκανε να μετρήσω εκατοντάδες καρδιακούς παλμούς. Πλέον μας χωρίζουν αρκετά χιλιόμετρα, μα ξέρω πως θα ξανάρθεις.
Να μου μιλάς ψυχρά κι εγώ να παγώνω. Να σε ρωτώ για σένα κι εσύ να μου απαντάς πως κάποια στιγμή θα μάθω. Να φεύγεις μακρυά. Μιλούσαμε όμορφα εμείς τελικά, μα δεν αντέξαμε. Κάναμε το λάθος να μη γνωριστούμε καλύτερα. Να μην έχουμε χρόνο δικό μας. Ήμασταν ώρες μαζί κι εγώ ένιωθα λες και περνούσε ένα μόνο λεπτό. Έκανα ολόκληρο ταξίδι καθημερινά για να σε βλέπω. Εσένα να βλέπω. Να γελάς, να χαίρεσαι, να παίζεις, να σε φροντίζω. Ήθελα να ξέρω πως είσαι καλά. Ακόμα κι όταν δεν το ήξερες, πάλευα κάθε μέρα για εμάς. Κι ακόμα το κάνω. Κι ας μην το έμαθες ποτέ.
Δεν έμαθες ποτέ πόσο σε έχω αγαπήσει. Δε μου έδωσες ούτε χώρο, ούτε χρόνο. Εγώ όμως δέθηκα μαζί σου. Σε ερωτευόμουν κάθε μέρα όλο και πιο πολύ. Και η ειρωνεία ξέρεις ποια είναι; Πως ακόμα, ρε γαμώτο, σε λατρεύω. Είσαι μακρυά και τώρα που μου λείπεις, σε ερωτεύομαι πιο πολύ. Είμαι παράξενος άνθρωπος τελικά. Ούτε την ψυχολογία μου δεν μπορώ να ορίσω. Θα έπρεπε να σε είχα ξεγράψει. Το μυαλό καμιά φορά ακούει, μα η καρδιά μου δεν ξεγελιέται. Δυστυχώς.

Με πήγαινες σε μέρη παραλιακά, όμως ούτε που τα θυμάμαι. Θυμάμαι μόνο πως εκεί ηρεμούσα. Σε συνδυασμό με εσένα, γαλήνευε η ψυχή μου. Καθόμασταν στο αμάξι, παίζοντας το cd που σου είχα δώσει. «Με τα καράβια που με πήγαινες να δω, ταξίδευα», ο στίχος που μας έδεσε. Κοιτώντας απ’ το παράθυρο, είδα στη θάλασσα πως δεν υπάρχει κανένα καράβι. Σου είπα ότι μπορεί να μην έχει καράβια, αλλά εγώ ταξιδεύω. Κι η αντίδρασή σου εκείνη την στιγμή μου έδωσε ώθηση να σε λατρέψω.

Και τι δε θα ‘δινα να ζήσω ξανά κάποια απ’ όλες τις στιγμές μας. Να με φιλάς και να θέλω κι άλλο. Είμαι ακόμα εθισμένη με σένα. Το άρωμά σου, τα μάτια σου, το χαμόγελό σου, τα μαλλιά σου, τον τρόπο που φιλάς και κάθε λεπτομέρεια που μου άρεσε επάνω σου. Μου αρέσουν επίσης περισσότερο οι ατέλειες σου. Πλέον δεν τις βλέπω καν.

Μία ευκαιρία ήθελα ακόμα. Μία, κι αν μπορέσεις μετά, φύγε. Στον ύπνο μου άλλωστε φεύγεις συχνά. Μέχρι κι εκεί με βασανίζεις. Μας ονειρεύομαι μαζί, μία ζωή που θα ζήλευαν όλοι. Δεν πρόλαβα να ζήσω μαζί σου ό,τι φαντάστηκα. Τίποτα από όσα ήθελα, δεν έκανα. Δεν μπορώ να βάλω δύο σκέψεις στη σειρά, χωρίς να μπεις εσύ ανάμεσά τους.

Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Μου έχεις λείψει τόσο, όσο δεν μπορεί άνθρωπος να νιώσει. Σκέφτομαι πως θέλω να είσαι καλά, να ντύνεσαι, να τρως καλά, να σε προσέχουν. Να ξέρω πως περνάς ωραία. Πως γελάς και είσαι χαρούμενος. Ε, και λιγάκι να μάθω αν με σκέφτεσαι καθόλου. Δε θα σου ζητήσω τίποτα. Δε θα σου πάρω τίποτα. Θέλω μόνο να έρθει  η στιγμή που θα σε δω. Πρατήρησέ με. Θα πιάνω την καρδιά μου. Θα με πιάσει πάλι ταχυκαρδία, το ξέρω! Μα μήνες τώρα περιμένω τη στιγμή αυτή. Να προσέχεις. Θα σε σκέφτομαι. «Κι άλλο».

Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή