Γράφει η Άρτεμις Συροπούλου.
Να έρχεσαι! Να έρχεσαι κάθε βράδυ. Δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω, σκέψεις, συναισθήματα, εικόνες, αναμνήσεις. Είναι τόσα που σε λόγια δε χωράνε. Και ξαφνικά, εκεί που πιστεύεις πως έχεις βάλει σε μια τάξη όλα όσα υπάρχουν στη ζωή σου, έρχεται μια αγκαλιά, ένα χάδι, ένα χαμόγελο και σου τα ανατρέπει όλα.
Ένας άνθρωπος που αφήνει στο κορμί σου τη μυρωδιά του. Αυτός που σου χαμογελάει και νομίζεις ότι χάνεται η γη κάτω απ’ τα πόδια σου. Μόνο μ’ ένα σου βλέμμα νιώθω εκείνες τις άτιμες πεταλούδες στο στομάχι. Αναρωτιέμαι αν ήρθες για να μείνεις ή απλά για να με ταράξεις. Άτιμος ο έρωτας. Εκεί που πετάς στα σύννεφα, μπορεί να σε τσακίσει.
Αλλά ξέρεις κάτι; Υπάρχουν στιγμές που η καρδιά μου πάει να σπάσει απ’ τη λαχτάρα μου για σένα. Να μπορούσα να σε είχα δίπλα μου, να ξυπνάω και να κοιμάμαι μαζί σου, να με αγγίζεις όπως μόνο εσύ ξέρεις. Να σου λέω πόσο πολύ μου λείπεις και εσύ να μου λες «Κατέβα, είμαι κάτω απ’ το σπίτι σου».
Τι γίνεται, όμως, όταν τα «πρέπει» φωνάζουν πιο πολύ απ’ τα γαμημένα τα «θέλω»; Θέλω να ξυπνήσω μια μέρα και να κάνω όλα αυτά που η λογική μας απαγορεύει. Να ανοίξω τα μάτια μου και να είσαι εκεί, χωρίς να φοβάμαι αν ξαναφύγεις πάλι. Να με αγκαλιάζεις και να ταξιδεύω. Να μη μ’ αφήσεις να νιώσω μοναξιά ή φόβο. Να με κάνεις να γελάω, με τον ενθουσιασμό ενός παιδιού.
Να με πάρεις και να με πας εκεί που δεν υπάρχουν κανόνες κι απαγορεύσεις. Να ξεπεράσουμε τα όρια. Γιατί, μωρό μου, τα όρια κι οι μετριότητες δεν είναι για μας. Απολυτότητες, παντού ή πουθενά. Θέλω να μοιράζεσαι μαζί μου όλες τις σκέψεις σου, απ’ τις πιο απλές, τις πιο αθώες ως τις πιο χυδαίες κι απαγορευμένες.
Κάθε φορά που έρχεσαι κι ανοίγω την πόρτα, μόλις σε βλέπω τα χάνω. Μακάρι να μπορούσα να σε κρατήσω για πάντα. Να γινόσουν δικός μου. Να ήμασταν εγώ κι εσύ. Θέλω να έρχεσαι και να μου υπενθυμίζεις πως τίποτα δεν τελειώνει αν εμείς δεν το πάρουμε απόφαση. Να συνεχίζεις να έρχεσαι τα βράδια. Τα δικά μας βράδια, που κάθε φορά αφήνουμε τις σάρκες μας να μιλήσουν. Να ξεχειλίζουν από καύλα. Να σου λέω πόσο σε θέλω κι εσύ την επιθυμία να την κάνεις πράξη.
Σε γουστάρω όσο εκεί που δεν πάει. Το κορμί μου σε ζητάει. Πού είσαι; Έλα να χωθώ στην αγκαλιά σου σαν να μην υπάρχει αύριο. Να μου σιγοψιθυρίζεις πόσο πολύ με θέλεις. Να μου πεις όλες σου τις σκέψεις. Μίλα μου, πες μου τι αισθάνεσαι. Με θέλεις;
Να ‘ξερες πόσο πολύ θέλω να σε ξαναδώ. Έλα να με σκεπάσεις, να μου πεις «καληνύχτα» και να μείνεις δίπλα μου όλο το βράδυ, περιμένοντας να ξημερώσει. Θύμισέ μου, όμως, το πρωί να μην ξυπνήσω νωρίς. Να προλάβω να ζήσω λίγο περισσότερο τα θέλω μου. Κι εκεί που είναι όλα μια χαρά, έρχεται ξαφνικά αυτό το ρημάδι το «πρέπει». Τι πάει να πει «πρέπει»; Αν δεν το θέλω, δεν πρέπει τίποτα.
Πώς θα βάλω stop στα συναισθήματά μου για σένα, ενώ από μέσα μου ουρλιάζουν; Περίεργο δεν είναι; Να ξέρεις πως κάτι έχει τελειώσει, χωρίς να έχει γραφτεί πραγματικά το «τέλος». Κι όλα αυτά για έναν εγωισμό. Βλάκα εγωισμέ, άσε τα στόματα να μιλήσουν, άσε να πουν όσα τα μάτια λένε. Εσύ μου λες «αντίο», αλλά τα μάτια μου σου ψιθυρίζουν «θα τα ξαναπούμε σύντομα». Ανόητε εγωισμέ, ποτέ μου δε σε χώνεψα.
Να έρχεσαι!