Σε χαζεύω. Κι όσα βλέπω είναι τόσο λιγότερα απ’ όσα θέλω να δω. Κι όσα αισθάνομαι μαζί σου είναι τόσο περισσότερα από όσα μπορώ, στ’ αλήθεια, να εξηγήσω. Τι συμβαίνει με σένα; Τι κάνεις σε μένα; Πώς γίνεται και κάθε σου κίνηση, κάθε σου έκφραση, κάθε σου λέξη, κάθε σου βλέμμα να ‘ναι για μένα μια αινιγματικά ανατριχιαστική αίσθηση που διαπερνά όλο μου το είναι; Πώς γίνεται να περνάω ώρες, μέρες μετά από κάθε μας συνάντηση προσπαθώντας να λύσω τους γρίφους που ξεγλιστρούν απ’ τα μάτια σου;
Θέλω να γδυθούμε. Όχι να βγάλουμε τα ρούχα μας. Μερικά σφιχτά περασμένα κουμπιά και μερικά κακοφτιαγμένα φερμουάρ δεν μπορούν να κρατήσουν τα σώματά μας μακριά. Θέλω να βγάλουμε τις άμυνές μας. Θέλω να ξεπεράσουμε τις αποστάσεις μας. Θέλω να ξορκίσουμε τις φοβίες μας. Τι κρατάει μακριά τα μυαλά μας; Τι μας κάνει ένα, μα στο τέλος μένουμε με κανένα;
Θέλω να βρω μια ερμηνεία σ’ αυτά που ποτέ μου δεν κατάλαβα σε σένα. Γιατί είναι φορές που σκύβεις το κεφάλι σου όταν περπατάμε και χαζεύεις τα πόδια σου ενώ τα σέρνεις στο πεζοδρόμιο. Γιατί είναι άλλες που καρφώνεις τα μάτια μου στα δικά σου σαν να θες κάπως να διαβάσω αυτό που ποτέ δεν καταφέρνεις να ξεστομίσεις. Κι είναι κι άλλες που μπλέκεις τα δάχτυλα των χεριών σου σαν να ‘χεις πια συμφιλιωθεί τόσο με τη μοναξιά σου.
Κι είναι κι εκείνο το χαμόγελό σου που ξεχύνεται στο δωμάτιο σαν να αντηχεί στο σύμπαν πρώτη φορά κι άλλες σαν να πνίγει έναν βουβό λυγμό. Είναι εκείνο το δάγκωμα των χειλιών σου που μυρίζει κάτι από βράδια αξημέρωτα, αλλά είναι κι εκείνο το ξεφύσημά σου σαν πράγματι να σε ξενυχτούν σκέψεις βαριές, ανυπόφορες.
Είναι εκείνα τα «Τα λέμε» σου, που για μέρες μένουν αμίλητα κι εκείνα τα «ίσως» σου, που ισορροπούν τόσο παράξενα τέλεια ανάμεσα στην πιθανότητα και στην ανυπαρξία. Είναι τα ψέματα που ξέρεις ότι καταλαβαίνω, αλλά έχεις ανάγκη να τα πεις κι εκείνες οι αλήθειες που έχεις ανάγκη να πεις, αλλά δεν πιστεύεις ότι θα καταλάβω. Είναι που διαισθάνομαι πως φοβάσαι ό,τι ζεις και δε ζεις ό,τι φοβάσαι.
Κι οι στιγμές που απλά θυμώνεις για να αποφύγεις να βρεις λύσεις; Κι οι φορές που φορές που απλώς ξεμακραίνεις σαν να σε πνίγει αυτό που σε κρατάει; Ή μήπως σε πνίγει αυτό που σε αναγκάζει να φεύγεις;
Κι εκείνες τις «συγγνώμες» σου που δεν κουβαλάνε μόνο μεταμέλεια, μα και τόση ενοχή; Κι όλες οι κουβέντες που άλλαξαν θέμα γιατί σε έκαναν να κομπιάζεις; Κι όλες εκείνες που δεν ξεκίνησαν ποτέ γιατί πίστευες πως δε θα βγάλουν πουθενά;
Άσε με να σε χαϊδέψω στα σημεία που ντρέπεσαι που τα κουβαλάς. Άσε με να φιλήσω τις πληγές που δεν κατάφερες ακόμα να επουλώσεις. Άσε με να ζεστάνω αυτά που κάπως, κάποτε, πάγωσαν χωρίς ποτέ να το διαλέξεις. Άσε με να τολμήσω εγώ μαζί σου αυτό που εσύ δε θα τολμούσες με κανέναν. Και το ρίσκο όλο δικό μου.
Μην έρθεις στο φως, αν ακόμα δεν έχεις αποδεχτεί τις ατέλειές σου. Άσε με να έρθω εγώ στα σκοτάδια σου κι όπου μας βγάλει. Μπλέξε τα χέρι σου με τα δικό μου. Άσε με να δαγκώσω εγώ τα χείλη σου. Άσε με να σε παρασύρω σε νύχτες που θα ξημερώσουν μόνο όταν το διαλέξουμε εμείς. Άσε τα «τα λέμε», τα «ίσως», τις «συγγνώμες» κι έλα απόψε να αποφασίσουμε να απαλλαχτούμε από ανημποριές, αδυναμίες κι αμηχανίες.
Εμπιστεύσου αυτά που νιώθουμε και πίστεψε σε αυτά που δεν έχουμε νιώσει ακόμα. Κι ό,τι θέλει –ή μάλλον καλύτερα ό,τι θέλουμε– ας προκύψει…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη