Κάτι παίζει στην τηλεόραση. Δε δίνεις σημασία στο τι ακριβώς είναι και ποιος μιλάει. Κάποιος μιλάει, έρχεται η φωνή από μπροστά σου, από κείνο το άψυχο ρημαδοκούτι. Περνούν τα δευτερόλεπτα, περνούν τα λεπτά. Σηκώνεσαι, φτιάχνεις κάτι ζεστό να πιεις -μπας και ζεσταθείς λιγάκι, γιατί αυτή η ψύχρα σε έχει κάνει ν’ ανατριχιάζεις συνέχεια- και ξανακάθεσαι στη γωνία σου στον καναπέ. Ρίχνεις μια ματιά στην άλλη γωνία. Σιωπή, βλέμμα καρφωμένο μπροστά. Λες και δεν είσαι εκεί δίπλα. Λες και ποτέ δεν πέρασες μπροστά απ’ την τηλεόραση, λες και δεν υπάρχει κανείς άλλος στο δωμάτιο. Και παρόλο που δεν είσαι μόνος, είσαι.
Κοιτάς το κινητό. Απόλυτη ησυχία. Πάνε ώρες που «Διαβάστηκε» και ακόμη μένει αναπάντητο το μήνυμά σου. Μέρες είναι που και το τηλέφωνο δε χτυπά. Ζήτησες εκατό φορές συγγνώμη –κι ας μην ξέρεις και γιατί ζητάς συγγνώμη– αρκεί να λήξει το ζήτημα και να σου μιλήσει επιτέλους.
Μα τι μπορεί να έχεις κάνει και ν’ αντιδρά έτσι; Και στην τελική, ας σου πει επιτέλους ποιο είναι το πρόβλημα, να το διορθώσεις! Τι μπορεί να έκανες, που να ήταν τόσο λάθος, που να χρήζει απόλυτης αποκοπής επικοινωνίας; Ποια ήταν η τόσο μεγάλη γκάφα σου που μπορεί να έκανε έναν άνθρωπο που μέχρι πρότινος τρελαινόταν να σου μιλά συνέχεια, να κρίνει ότι η σωστή αντιμετώπιση είναι να σταματήσει να σου απευθύνει, ακόμη και σε γραπτό μήνυμα, το λόγο;
Δε μιλάμε για «μουτράκια» που κάνει ο ένας στον άλλον καμιά φορά. Αυτά που κρατάνε κάποιες ώρες, άντε, στις πολύ χοντρές μαλακίες, καμιά μέρα. Θεμιτά αυτά, και δικαιολογημένα ενίοτε. Θες το χρόνο σου να ηρεμήσεις μετά από καβγά· ή για να αποφύγεις έναν. Τα πήρες, βρε αδελφέ, πώς το λένε, και θες λίγο ο άλλος να βγάλει το σκασμό, είτε έχεις δίκιο είτε όχι. Και σεβαστό. Καλά κάνεις. Πάω πάσο. Δε μιλάς, παίρνεις βαθιές ανάσες, αλλά, κάποια στιγμή, επιστρέφεις δριμύτερος για να συζητήσεις με τον άνθρωπο δίπλα σου, το όποιο πρόβλημα έχει παρουσιαστεί. Είναι μια υγιής συμπεριφορά μέσα σε οποιαδήποτε σχέση.
Όχι· εδώ μιλάμε για κάτι άλλο, πολύ χειρότερο, πολύ πιο σοβαρό, πολύ πιο επίπονο. Το γνωστό “silent treatment” που, σε ελληνική μετάδοση, είναι «βουβή τιμωρία». Σε αναζήτηση για τον όρο στα ελληνικά, βρέθηκε ένα κείμενο που περιέγραφε την προέλευση του όρου στην ψυχολογία και πώς πέρασε στην καθημερινότητα. Αρκεί να αναφερθεί πως ξεκίνησε το “silent treatment” να χρησιμοποιείται ως εναλλακτική μέθοδος τιμωρίας, αντί για σωματική βία, σε φυλακισμένους της Αμερικής μετά απ’ τις μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν το 1835 στις πρακτικές επιβολής τιμωρίας στα συστήματα φυλακών.
Σε πρακτική εφαρμογή, κοβόταν κάθε μορφή επικοινωνίας του φυλακισμένου με οποιονδήποτε, αντικαθίστατο το όνομά τους με έναν αριθμό και έχαναν κάθε ταυτότητα και ανθρώπινη υπόσταση. Υπήρχαν, αλλά πλέον είχαν πάψει να υπάρχουν. Και όλα αυτά με σκοπό ν’ αναλογιστούν τις πράξεις που τους έφεραν σε αυτό το σημείο.
Απλώς, σε περίπτωση που δεν το καταλάβατε, θα το επαναλάβουμε μία εδώ, λίγο πιο ξεκάθαρα. Είναι μια μορφή βίας, ούτε σωματικής ούτε λεκτικής, αλλά η απόλυτη στέρηση ανθρώπινης ύπαρξης. Σκοπός της βουβής τιμωρίας, η ύστατη μορφή χειραγώγησης, είναι να αναγκάσεις, μέσα απ’ το να αγνοείς την ύπαρξή του, τον άλλον να «σκεφτεί το λάθος του» και να συμμορφωθεί με τις δικές σου επιθυμίες.
Θα επιλέξω να σου μιλήσω πάλι, όταν θα έχεις τη συμπεριφορά που επιθυμώ εγώ να έχεις. Κι αν δεν την έχεις; Ίσως να σε εξοστρακίσω απ’ τη ζωή μου εντελώς. Θα πάψεις για μένα να υπάρχεις. Γίνεσαι αυτό που θέλω, κάνεις αυτό που θέλω, αλλιώς, σου στερώ αυτό που αγαπάς τόσο πολύ· εμένα. Σου στερώ την αγάπη μου, τα χάδια, τη ζεστασιά μου. Σου στερώ το βλέμμα μου και τα λόγια μου. Απαξιώ· λες και δεν υπάρχεις. Τι πιο επώδυνο απ’ αυτό;
Βλέπεις, η απειλή αυτή έχει μεγαλύτερη ισχύ και απ’ το να απειλήσεις κάποιον ότι θα τον φορτώσεις ξύλο και θα τον στείλεις στο νοσοκομείο -που στην τελική είναι και ποινικό αδίκημα. Γιατί εδώ μιλάμε για μια μορφή παθητικής επιθετικότητας, που δε φαίνεται με γυμνό μάτι, που δεν έχει σημάδια, που δεν είναι δακτυλοδεικτούμενη και που μόνο μέσω των αποτελεσμάτων της μπορεί να διακριθεί.
Είναι μια μορφή κυριολεκτικά σιωπηρής βίας, που πονά περισσότερο κι απ’ την αυτού καθ’ αυτού σωματική. Και που δημιουργεί προβλήματα αυτοπεποίθησης, ένα σωρό συμπλέγματα και σύνδρομα κατωτερότητας, φόβο έκφρασης -ακόμη και φόβο να είσαι ο εαυτός σου, μην και υποστείς πάλι τον πόνο αυτό της μεταφορικής ανυπαρξίας.
Tο “silent treatment”, ακόμη και προσωρινά, ενεργοποιεί το anterior cingulate cortex που, πολύ απλά, είναι το κομμάτι του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνο να εντοπίζει το σωματικό πόνο και που συμμετέχει στο σχηματισμό και στην επεξεργασία των συναισθημάτων, στη μάθηση και τη μνήμη. Επομένως, ο συναισθηματικός πόνος εξισώνεται με το σωματικό πόνο, ο οποίος είναι ανάλογος με το βάθος των αισθημάτων σου για τον άνθρωπο που ελέγχει τη διάρκεια ή την παύση αυτού του αποκλεισμού.
Προκαλεί το αίσθημα ότι, ως άνθρωπος, δεν αξίζεις τη σημασία ενός άλλου ανθρώπου που αγαπάς κι έχεις σε εκτίμηση. Κι όσο μεγάλη δύναμη έχει το να αισθάνεσαι ότι αγαπιέσαι, εξίσου μεγάλη έχει κι η απόρριψη.
Χτίζουμε μια συνήθεια συνεχούς επικοινωνίας, δημιουργούμε μια σχέση, μια οικειότητα, κάτι στο οποίο ο άλλος βασίζεται λίγο-πολύ, που απολαμβάνει και που έχει ανάγκη. Και μετά … την κόβουμε παντελώς. Μια μορφή εθισμού είναι. Και δε χρειάζεται να σου πω τι γίνεται όταν κόβεις μαχαίρι έναν εθισμένο απ’ το «ναρκωτικό» του. Πανικός, τρέλα, σενάρια επιστημονικής φαντασίας, παρακάλια και κλάματα –το λιγότερο.
Και να σου οι υστερίες, να σου οι υπερβολές. Να τα μας τα εκατό μηνύματα, τα «στείλε μια λέξη, μια συλλαβή» και τα πενήντα τηλεφωνήματα «είσαι καλά;», από έναν άνθρωπο που κάθε άλλο παρά παράλογος και υστερικός είναι κανονικά. Δεν είναι freak, φίλε. Εσύ τον έκανες έτσι. Πονάει.
Η σιωπή είναι ανωτερότητα, είναι επιλογή και ελευθερία έκφρασης, κατά κάποιον τρόπο. Δεκτό. Και οι λέξεις, καμιά φορά και χωρίς λόγο και αιτία, μπορούν να πληγώσουν κάποιον που αγαπάς. Φυσικά· κι αυτό αλήθεια είναι. Αλλά τουλάχιστον γνωρίζει τι συμβαίνει και μπορεί να πράξει αναλόγως.
Αν έχεις νιώσει τον πόνο απ’ τη λεπίδα της σιωπής, ξέρεις καλά ότι, εν συγκρίσει, είναι χάδι τα βαριά λόγια.
Μίλα μου· δεν αντέχεται η σιωπή σου. Βρίσε με. Να σε βρίσω κι εγώ. Πέτα μου τη σπόντα, να την πιάσω και να σε ειρωνευτώ. Να με πεις παλαβή, να σε πω κι εγώ μαλάκα, να τσακωθούμε καλά-καλά, να πλακωθούμε στις φάπες, να πλακωθούμε μετά στα φιλιά. Να κάνουμε νευριασμένο σεξ και να γελάσουμε μετά. Να πέσουμε μαζί στο κρεβάτι, να μου παραπονεθείς ότι τα πόδια μου είναι κρύα, να σου γκρινιάξω κι εγώ για το φως απ’ την τηλεόραση. Να πούμε μία «καληνύχτα» κι ένα «σ’ αγαπώ», έτσι, για να είμαστε σίγουροι ότι, έστω για τώρα, έληξε το ζήτημα.
Έτσι λύνονται τα πράγματα. Με την επικοινωνία. Όχι με τη σιωπή. Αν δεν ανοίξεις το ρημάδι, να πεις τι είναι αυτό που σε ενοχλεί, να σου απαντήσω, ποιες οι ελπίδες ότι οτιδήποτε μπορεί να διορθωθεί, να το βάλουμε πίσω μας και να συνεχίσουμε να πορευόμαστε μαζί;
Ναι, «η γλώσσα κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει» κι όλα αυτά. Αλλά η ζημιά απ’ τη “silent treatment”, ανεπανόρθωτη. Χίλιες φορές να πληγώσεις κάποιον με λόγια, μα να του δώσεις την ευκαιρία να πει και το δικό του κομμάτι, μπας κι όντως υπάρχει κάτι εκεί που αξίζει. Σωστός αυτός που είπε ότι όποιος τσακώνεται έχει ακόμη κάτι να σώσει. Γιατί ενίοτε τα λόγια, ακόμη κι αυτά που πονούν, είναι τα ίδια που θεραπεύουν ανοιχτές πληγές. Αυτές που οι σιωπές προκαλούν.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου