Χθες ήταν η πιο ζωντανή και γιορτινή μέρα στη ζωή μου. Είδα το αυτοκίνητο σου και δεν έσπασα το λαιμό μου να δω τις πινακίδες, να δω αν είσαι μέσα, να δω ότι ήσουν εσύ, δεν ξέρω καν αν ήσουν εσύ, δε μ’ ένοιαξε να μάθω.
Πέρασε καιρός από τότε που με πήγαινες βόλτες σ’ όλη την πόλη, μεσάνυχτα ή ξημερώματα, τις πιο τρελές ώρες διάλεγες κι έλεγες ότι αυτό το μέρος υπάρχει γιατί ζούμε εμείς μέσα του, γιατί εσύ κι εγώ αποφασίσαμε να το χτενίζουμε σχεδόν κάθε βράδυ. Μα αυτός ο καιρός ο πολύς εμένα μου έκανε καλό, μου έφτασε και μου περίσσεψε κιόλας. Με έμαθε ότι ήμουν ο ενδιάμεσος χρόνος σου. Άργησα να το καταλάβω βέβαια, μου αφιέρωσες πολλά για να το πιάσω με την πρώτη. Άλλα έλεγες, άλλα εννοούσες, όλα άλλα γενικά, φαγώθηκες και κόντεψες να φας και μένα μαζί, μα πάντα έτσι ήταν.
Σου φώναξα, σ’ έβρισα, σε είπα κακό, άδικο, μαλάκα, αλλά αυτό ήταν όλο. Δεν ήταν εύκολο, ούτε κύλησε νεράκι ο χρόνος μέχρι να σε τερματίσω, το μαξιλάρι και το playlist στο κινητό μου ξέρουν τα περισσότερα, αλλά εντάξει, δε θα μιλήσουν. Ατέλειωτα σενάρια πού να είσαι, με ποια, τι τρως, τι πίνεις, πού πας, όλα για να σε στείλω ένα βήμα πιο κοντά στη διαγραφή και μένα μια ζωή μακρύτερα από σένα και τελικά, φτου και μ’ έχασες!
Δε θέλω το κακό σου, ούτε να κακοπερνάς ούτε να κακοπέσεις, θέλω μόνο να μου ανήκει αυτό που έχω. Βρήκα ξανά βήμα σταθερό και άκαφτο και το οφείλω μόνο στον εαυτό μου. Έκανες υπεράνθρωπες προσπάθειες να μη με νοιάζει η ζωή μου, αλλά μάλλον δεν ήμουν αρκετά χαζοβιόλα για να σ’ ακολουθήσω, γιατί κατάλαβα ότι για σένα μπορεί να μην ήμουν τίποτα, αλλά για μένα ο εαυτός μου είναι το σπίτι μου.
Μια μέρα φωτεινή ή ίσως βροχερή και μουντή, πού να θυμάμαι πια, αποφάσισα ότι θα είσαι κάθε επόμενό μου γεύμα, θα είσαι αυτή η μπουκιά που όσο κι αν σκαλώνει στο λαιμό, θα την καταπιώ αμάσητη αν χρειαστεί κι έτσι θα γράψω τέλος και θα τραβήξω ένα σωρό κόκκινες γραμμές. Μόνο άργησα να καταλήξω να είναι από μπογιά γιατί το αίμα μου θα σου γινόταν χαράμι.
Αποφάσισα να σε ξε-ερωτευθώ όπως είχα επιλέξει να είμαι εκεί για σένα καιρό πριν. Αλήθεια, πού ήσουν τότε; Τότε που σ’ έκανα θεό μου και ό,τι πολυτιμότερο είχα; Τότε που σαν κανίβαλος έτρωγα τα κομμάτια μου, εκείνα που έλεγες ότι δε σου κάνουν. Τότε που σαν πιστός αλχημιστής έκανα πειράματα για να βρω τη μαγική διαδρομή, αυτή που θα με οδηγούσε σε ό,τι πιστεύεις πιο πάνω απ’ όλα, στις προσωπικές συντεταγμένες του έρωτα, ενώ εσύ πάσχιζες να με ξυπνήσεις.
Άλλαξα στέκια, ακόμα κι από πού αγοράζω γάλα και δεν έχω πια καρδιοχτύπι αν σε δω. Χθες βγήκα για ποτό κι έπεσα μούρη με μούρη με τα κολλητάρια σου, αδέρφια σου τους αποκαλούσες και δεν έπαιξα ούτε ένα βλέφαρο για χάρη τους. Δεν ξέρουν τι spoiler θα σου κάνουν για την αφεντιά μου, αλλά δεν είναι μίσος ούτε καν απογοήτευση για μας. Απλά δεν υπάρχει «μας» κι εγώ διάλεξα να ζήσω μέσα σ’ αυτό που με περιμένει μπροστά μου, παρά να πεθάνω για ό,τι έχω πίσω μου.
Επιμέλεια κειμένου: Κατερίνα Καλή