Μεγαλώσαμε σε μια δεκαετία που περιμέναμε να έρθει το απόγευμα να φωνάξουμε έξω απ’ το σπίτι του τον φίλο μας για να παίξουμε, να πάρουμε τα ποδήλατα και να εξερευνήσουμε τις γύρω περιοχές. Φτιάχναμε ξύλινα σπιτάκια και πίναμε νερό απ’ το λάστιχο της αυλής ενώ παράλληλα μαζεύαμε αυτοκόλλητα της ρακοσυλλέκτριας Μαρίας. Ναι, πολύ καλά κατάλαβες, αναφέρομαι στη δεκαετία των 90’s. Με την οθόνη της τηλεόρασης κολλημένη στο Mega και στο Disney club, τα χέρια κολλημένα στο game boy και με φόβο μην έρθει το τέλος του κόσμου στην αλλαγή της χιλιετίας, μπήκαμε δειλά-δειλά στην εφηβεία.
Γεμίζαμε τους τοίχους με αφίσες τραγουδιστών κι ηθοποιών που βρίσκαμε κάθε βδομάδα στα περίπτερα, μαζί με τα αγαπημένα μας περιοδικά. Τα οποία εκτός από αφίσες και δώρα, περιείχαν αγγελίες για αλληλογραφία. Είχαμε τη δυνατότητα να μοιραστούμε σκέψεις, ιδέες, απόψεις, γνώμες με κάποιον άλλο, που κατά βάση βρισκόταν σε κάποια άλλη πόλη της χώρας στέλνοντας απλά με ένα γράμμα. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί προπάππους του facebook και παππούς το Hi5.
Ανήκουμε στη γενιά που εκδήλωνε τον έρωτά της με αναπάντητες κλήσεις. Και μπορεί οι αναπάντητες σήμερα να θεωρούνται τσιγκουνιά, τότε όμως –κυρίως εκείνες με απόκρυψη– έδειχναν πάθος και διεκδίκηση. Όσες περισσότερες οι αναπάντητες, τόσο μεγαλύτερο το ενδιαφέρον. Υπήρχε ένα μυστήριο κι ήταν ένας τρόπος να δείξεις στον άλλο πως τον σκέφτεσαι. Για να βρούμε τον αριθμό τηλεφώνου εκείνου που μας άρεσε ήμασταν ικανοί να ξεσηκώσουμε γη και ουρανό. Δε θέλαμε πολλά, μονάχα αυτά τα 10 αριθμητικά ψηφία.
Συγκαταλεγόμαστε σε εκείνη τη γενιά που κατά τα εφηβικά της χρόνια άκουγε βραδινές ραδιοφωνικές εκπομπές με τραγούδια που μιλούσαν για διαχρονικές αγάπες κι ανεκπλήρωτους έρωτες. Εκεί, λοιπόν, βρίσκαμε καταφύγιο και στέλναμε να αφιερώσουμε τα λατρεμένα μας κομμάτια, ελπίζοντας πως θα το άκουγε εκείνος για τον οποίο προορίζαμε την αφιέρωση. Σε αρκετές περιπτώσεις βρίσκαμε ανταπόκριση και τα συγκεκριμένα βράδια έπαιρναν άλλη τροπή. Γινόταν ένα ερωτικό αλισβερίσι στον αέρα της εκάστοτε ραδιοφωνικής εκπομπής και το μαξιλάρι έβλεπε τα πιο αληθινά χαμόγελα.
Ενίοτε, οι πιο τολμηροί, διαλέγαμε κομμάτια που ταίριαζαν στην εκάστοτε περίσταση, τα γράφαμε σε λίστα και τα πηγαίναμε στο δισκοπωλείο της περιοχής. Μόλις το cd ήταν έτοιμο, μια-δυο μέρες μετά, γράφαμε την αφιέρωσή μας απ’ έξω και το δίναμε σε αυτόν που τα βράδια μας έκλεβε τον ύπνο και το μυαλό.
Αν πάλι ντρεπόμασταν να εκδηλωθούμε, αλλά ταυτόχρονα μας έτσουζε λιγάκι, γράφαμε πάνω σε θρανία, τοίχους και πόρτες με την ελπίδα πως θα το δει. Καμιά φορά, στο τσακίρ κέφι κι έπειτα από παρότρυνση φίλων, στέλναμε και ραβασάκι. Εννοείται ανώνυμο. Γινόμασταν, δηλαδή, κρυφοί θαυμαστές. Καμιά φορά, μυστικά κι όσο πιο διακριτικά γινόταν, τραβούσαμε φωτογραφία του για να βλέπουμε τα βράδια. Η ανάλυση προφανώς και δεν ήταν ίδια με τις σημερινές κάμερες των κινητών, όμως, μας έφτανε και μας περίσσευε.
Η χρήση των κινητών περιοριζόταν στις αναπάντητες και στις ελάχιστες φωτογραφίες που μπορούσαν να αποθηκεύσουν λόγω χωρητικότητας. Δε μας ένοιαζε, όμως, γιατί αυτόν που θέλαμε αργά ή γρήγορα θα τον πετυχαίναμε κάπου έξω, ίσως σε κοινή παρέα που θα προέκυπτε απ’ το πουθενά και θα μας δινόταν η δυνατότητα να γνωριστούμε.
Κάθε εποχή δεν ξέρω αν είναι καλύτερη απ’ την προηγούμενη, είναι όμως σίγουρα διαφορετική και πιο εξελιγμένη. Ανήκουμε στη μεταβατική γενιά, από εκεί που επικοινωνούσαμε με ραβασάκια και γράμματα, πλέον να επικοινωνούμε μόνο με emails και με το messenger να έχει γίνει προέκταση του χεριού μας.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη