Απέραντο πέλαγος η ψυχή του καθενός μας. Κι αν μπορούσα πραγματικά να παρομοιάσω τη ζωή με κάτι, τότε αυτό θα ήταν η θάλασσα. Πότε ήρεμη, πότε γαλήνια και πότε φουρτουνιασμένη. Κι η ψυχή κάθε που υψώνει το κύμα μέσα μας, σαν μαγνήτης τρέχει κοντά της.
Και βλέπεις αυτό το απέραντο γαλάζιο σαν να θέλουν τα μάτια σου να δουν πέρα απ’ τον ορίζοντα. Σαν να χορταίνει το μέσα μας μ’ αυτό το απέραντο γαλάζιο. Γιατί γέμισε πια η ζωή μας μικρούς, ταλαίπωρους θανάτους. Χαστούκια και καινούργιες αρχές. Το μόνο που δεν αλλάζει είναι αυτός ο μικρός, απέραντος σύμμαχος. Κι ο ήχος που ακούς με κλειστά μάτια είναι τα «όλα θα πάνε καλά» που χρειάζεσαι.
Πρέπει να κλείνουμε κινητά και να τρέχουμε καμιά φορά για μια μικρή ανάσα στη ζωή που μας βρήκε. Πρέπει να δούμε το ηλιοβασίλεμα με γυμνά πόδια στην αμμουδιά και με όσες ανάσες κλέψουμε, να γυρίσουμε πίσω στις φυλακές μας. Πολλές φορές οι καταστάσεις δεν ορίζονται απ’ τα θέλω μας. Υπάρχουν στιγμές που απλώς η υπομονή θα είναι το μόνο που θα έχουμε. Και θα πνίγονται όλες οι μικρές, καθημερινές μας επιθυμίες, γιατί όποιος πει το αντίθετο, προφανώς ζει σε μια ουτοπία.
Είναι όντως η ζωή μια θάλασσα με αέρηδες. Πότε καταστροφικούς και πότε δροσερούς. Κάποιες φορές ο αέρας, που χτυπά το πρόσωπο μας, είναι τόσο καυτός που παίρνει κομμάτια που λιώνουν από πάνω μας. Κι όσο κι αν βάψουμε το πρόσωπό μας, αυτά τα εγκαύματα θα μείνουν εκεί. Σαν βότσαλα τα θέλω μας απλωμένα στην αμμουδιά. Και ποιος, αλήθεια, ξέρει πόσα χρόνια θα μείνουν εκεί, μέχρι ένα χέρι να τα διαλέξει για να τα ρίξει μέσα στη θάλασσα. Εκεί που θα μπορέσουν να βουλιάξουν και να παραμείνουν για πάντα.
Έτσι κι εμείς, σαν βότσαλα σκορπισμένα στην αμμουδιά της ζωής, περιμένουμε το χέρι αυτό που θα μας τραβήξει, θα μας βγάλει απ’ τα προβλήματα τα οποία βιώνουμε και θα μας επαναφέρει στη ζωή. Εκείνο που θα μας διαλέξει και θα μας ρίξει πίσω εκεί που ανήκουμε. Όλοι είμαστε ίδια, παρόμοια βότσαλα. Άλλα μεγαλεπήβολα κι άλλα μικρά κι εύθραυστα. Κι αυτά τα μεγαλεπήβολα έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να τα διαλέξει χέρι. «Για να δούμε; Μπορώ να το ρίξω στη θάλασσα;»
Είναι για ν’ αναρωτιέσαι αυτοί οι μεγάλοι βράχοι, πόσες ιστορίες αγάπης φιλοξένησαν. Πόσα λόγια κι υποσχέσεις άκουσαν. Πόσες βραδιές δυο καλές φίλες αποφάσισαν πως δεν αξίζει ν’ ασχολούνται άλλο με μια σχέση που δεν άξιζε. Πόσα μικρά παιδιά έσκασαν τα πρώτα τους χαμόγελα με την αίσθηση ότι βρίσκονται σχεδόν πάνω απ’ τη θάλασσα. Οι άνθρωποι κι οι στιγμές φεύγουν. Μα αυτοί οι βράχοι θα είναι εκεί όλες τις φορές που θα τρέξουμε κοντά τους. Μεγαλώσαμε σ’ αυτά τα βραχάκια. Και κάθε που τα κοιτάμε η ζωή μας περνά. Πότε παιδιά, πότε έφηβοι και πότε κυνηγημένοι ενήλικες.
Αν υπάρχει κάτι που δε θ’ αλλάξει ποτέ, είναι αυτό το απέραντο γαλάζιο. Είναι αυτά τα νερά που θα πάλλονται σε κάθε φουρτούνα, μα θα ηρεμούν κάθε που πιάνει καλοκαίρι. Γιατί έτσι είναι ο νόμος της ζωής. Κάθε φουρτούνα, την ακολουθεί η ηρεμία. Μην το ξεχνάς ποτέ.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου