Ένας χωρισμός δεν είναι ποτέ ευχάριστος για κανέναν απ’ τους δύο εμπλεκόμενους. Πάντα, όμως, ο ένας απ’ τους δύο πονάει περισσότερο. Ειδικά, αν το ζευγάρι συγκατοικεί ή είναι παντρεμένο, είναι πολλά αυτά που πρέπει να χωρίσουν, αφού γι’ αρκετά χρόνια είχαν κοινό βίο.

Κάποια πράγματα δεν μπορείς να τα χωρίσεις δια δύο και δεν μπορείς να τα μοιράσεις στη μέση, ειδικά όταν μιλάμε για ψυχές. Με τα αντικείμενα βρίσκεται μια λύση, ακόμη κι αν υπάρξουν καβγάδες και διαφωνίες. Όταν, όμως, υπάρχει στη μέση κι ένας σκύλος με τον οποίο το ζευγάρι μοιράστηκε στιγμές, έναν καναπέ κι ένα κρεβάτι τότε τα πράγματα είναι περίπλοκα και δυσάρεστα.

Μετά από ένα χωρισμό ο σκύλος συνήθως πάει μ’ αυτόν που πήρε την πρωτοβουλία να τον πάρει. Αυτό δε σημαίνει ότι δε συνδέθηκε και με ταίρι αυτού που τον έφερε στο σπίτι. Αν ο σκύλος άνηκε από πριν σ’ ένα απ’ τα δύο άτομα, τότε το ποιος το κρατάει είναι αδιαπραγμάτευτο. Αν, όμως, αποκτήθηκε με κοινή απόφαση του ζευγαριού, τότε πάει σ’ αυτόν που τον θέλει περισσότερο.

Είναι απ’ αυτές τις περιπτώσεις που παρακαλάς ο σκύλος να είχε μιλιά για να διαλέξει από μόνος του με ποιον θέλει να μείνει, όμως, κάποιος που ξέρει τον σκύλο του μπορεί να καταλάβει την απόφασή του απ’ τις κινήσεις του. Δυστυχώς, τον τελευταίο λόγο δεν τον έχει πάντα ο σκύλος, αλλά οι κηδεμόνες του.

Το πιο δίκαιο θα ήταν αυτός που κρατά τον σκύλο ν’ αφήνει τον άλλο να τον βλέπει, να τον ενημερώνει για τα νέα του και να του στέλνει φωτογραφίες πού και πολύ. Θα πρέπει να παραμερίσουν για λίγο τις διαφορές τους αν θέλουν κι οι δυο να μείνουν στη ζωή του σκύλου τους.

Όπως κάνει κι ένα ζευγάρι που χωρίζει ενώ έχει αποκτήσει παιδιά. Όπως είναι απαραίτητοι κι οι δύο γονείς στη ζωή ενός παιδιού, το ίδιο μπορούμε να πούμε ότι ισχύει και για έναν σκύλο, σε μικρότερο βαθμό. Οι σκύλοι επειδή δεν μπορούν να μιλήσουν για να μοιραστούν τις σκέψεις τους δε σημαίνει ότι δε σκέφτονται. Δε σημαίνει ότι δε νιώθουν, ότι δεν τους λείπουν οι άνθρωποί τους κι ότι δεν έχουν ανάγκες, παρόμοιες με αυτές ενός μικρού παιδιού.

Μπορεί να έχουν τέσσερα πόδια αντί δύο και τρίχωμα, όμως, έχουν τα αισθήματα και την αντίληψη ενός παιδιού. Κι όπως ένα παιδί πονάει σωματικά και ψυχολογικά όταν του ασκούμε σωματική ή ψυχολογική βία, το ίδιο ισχύει και για έναν σκύλο. Κι είναι ένα είδος ψυχολογικής βίας η απαγόρευση ενός παιδιού ή σκυλιού να βλέπει τον ένα απ’ τους γονείς του.

Υπάρχουν κι αυτοί, βέβαια, που είναι πιο αδιάφοροι και φεύγοντας δεν τους ενδιαφέρει και τόσο να κρατήσουν επαφή ή κι αν κρατήσουν πολύ αραιά. Ένας σκύλος, όμως, μπορεί να ξεχωρίσει ποιος τον αγαπάει περισσότερο. Και μπορεί κάποιες φορές αυτός να μην είναι ο κηδεμόνας του, αλλά το ταίρι του, που μπήκε στη ζωή τους αργότερα.

Το πιο δίκαιο, λοιπόν, θα είναι ο ίδιος ο σκύλος να διαλέξει με ποιον θέλει να πάει, παραμερίζοντας κάθε εγωισμό για την ευτυχία μιας αθώας ψυχούλας. Πώς θα διαλέξει; Είναι εύκολο. Απλά ρωτήστε τον κι αφήστε τον να έλθει σ’ αυτόν που επιλέγει. Και πού ξέρετε, ίσως διαλέξει και τους δύο.

 

Συντάκτης: Πράξια Αρέστη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη