Το ‘χουμε. Έτσι ήρθαμε, άλλωστε, κοντά εμείς οι δύο. Σε έναν κόσμο που προστάζει, εμείς ψάχναμε έναν κόσμο που να αλλάζει. Και τον φτιάχναμε σιγά-σιγά απ’ τα πρώτα μας μηνύματα, απ’ τις πρώτες μας κουβέντες, απ’ τις πρώτες στιγμές που συνειδητοποιούσαμε, με μπόλικη έκπληξη κι άλλη τόση ανυπομονησία, πως ίσως εμείς οι δυο και να μοιραζόμαστε περισσότερα απ’ όσα νομίζαμε. Ίσως να μοιραζόμαστε την ίδια οπτική μιας αλλιώτικης ζωής.
Δε χρειάστηκαν πρωτοδεύτερα ραντεβού. Αυτά ήταν ανέκαθεν για εμάς τριτοδεύτερης ποιότητας. Δυο βόλτες χρειάστηκαν, κάπως αμήχανες, αλλά τουλάχιστον καθόλου μηχανικές κι όλα μπήκαν στη θέση τους. Στη θέση τους σε ένα τρένο, ένα λεωφορείο, ένα πλοίο, ένα αεροπλάνο, ίσως σε μια χρονομηχανή με προορισμό το «όπου μας βγάλει». Είχαμε από πάντα τακτικές για να γνωρίζουμε τους ανθρώπους, μα εμείς οι δύο στο άτακτα ήρθαμε και τακτοποιήσαμε ανασφάλειες, φοβίες, απωθημένα κι εγωισμούς.
Με έναν καφέ, έναν χυμό, ένα παγωτό στο χέρι, με τα κινητά σίγουρα στις τσέπες και τις δουλειές σε παύση, περπατήσαμε για πρώτη φορά στον δικό μας κόσμο. Σ’ αυτόν τον κόσμο που είχαμε αρχίσει να καταλαβαίνουμε πως δεν είναι τελικά ακατοίκητος από οποιαδήποτε άλλη ύπαρξη εκτός απ’ τη δική μας. Σ’ αυτόν τον κόσμο που τελικά είχαμε συγκάτοικο κι αυτός βρισκόταν ήδη δίπλα μας.
Τι κι αν για χρόνια ο ένας απ’ τους δύο είχε ζήσει στο σκοτεινό ημισφαίριο του δικού μας κόσμου κι ο άλλος στο φωτεινό; Απ’ τη στιγμή που συναντηθήκαμε κάπου στη μέση, ο πλανήτης μας θα έμπαινε και πάλι σε τροχιά. Μαζί στα σκοτάδια, μαζί και στο φως. Μαζί στο κρύο, μαζί και στη ζέστη. Μαζί σε όλες τις εποχές. Και πάνω απ’ όλα εμείς οι δυο μαζί σε μια εποχή που θέλει τους ανθρώπους τεχνολογικά συνδεδεμένους και συναισθηματικά μοναχικούς.
Μαζί σ’ αυτά που οι άλλοι ονομάζουν παιδιάστικα, ενώ εμείς αυθόρμητα. Μαζί σε αυτά που οι άλλοι θεωρούν βιαστικά, ενώ εμείς δε θέλουμε να χάσουμε άλλο χρόνο πέρα απ’ αυτόν που σπαταλήσαμε ήδη χώρια. Μαζί σε αυτά που οι άλλοι θεωρούν γελοία, ενώ εμείς αναγκαία απλά και μόνο γιατί μας κάνουν να χαμογελάμε.
Στον δικό μας κόσμο δεν υπάρχουν κατάλληλες ενδυμασίες, κατάλληλες ώρες, κατάλληλες κουβέντες, κατάλληλες προϋποθέσεις. Στον πλανήτη που έχει το χρώμα της διάθεσής μας, το οξυγόνο των ονείρων μας και τις συνθήκες της επιλογής μας, τα μόνα κατάλληλα είμαστε εσύ κι εγώ. Τα υπόλοιπα απλώς περισσεύουν.
Γιατί με τις φόρμες και τα αθλητικά μας κάποιο βράδυ σε ένα παρκάκι στη γειτονιά, μου είπες πως χαίρεσαι πολύ που με γνώρισες κι εγώ σε φίλησα στο μέτωπο σαν παιδί. Γιατί με τα πουκάμισα και τα καλά μας κάποιο απόγευμα σε μια επίσκεψη, σου ψιθύρισα ένα αστείο στ’ αφτί και το θυμάσαι ακόμα. Γιατί κάποιο μεσημέρι που είχες κολλήσει στην κίνηση, με πήρες τηλέφωνο και μου αφιέρωσες το τραγούδι που έπαιζε στο ραδιόφωνο. Γιατί κάποιο πρωί όταν ξύπνησες, μου είπες πως δε θες να ξεκολλήσεις από πάνω μου κι εγώ έστω για μια φορά τα ακύρωσα όλα, ώστε να μείνω κοντά σου.
Στον δικό μας πλανήτη δεν εφευρέθηκε ποτέ το δίκιο και το άδικο. Ή τουλάχιστον δεν μοιράστηκαν ποτέ ανάμεσα στους δυο μας. Για εμάς σημασία έχει να βρίσκουμε λύσεις κι όχι να αποδίδουμε κατηγορίες. Δε μαλώνουμε με σκοπό την κυριαρχία. Όταν κάποτε μαλώνουμε, το κάνουμε μόνο με σκοπό την ευτυχία.
Εμπιστεύομαι εσένα, γιατί ξέρεις τις εξισώσεις που διατηρούν αυτόν τον κόσμο ζωντανό κι εσύ αφήνεσαι σε μένα, γιατί πάντα θα μας πηγαίνω σε μια άλλη διάσταση που δεν είχες ποτέ σου προβλέψει πως υπάρχει. Εσύ μου εξηγείς πως τα αστέρια που πέφτουν έχουν πεθάνει πριν χρόνια, μα εγώ τότε καταλαβαίνω πως η ευχή μου να σε γνωρίσω είναι στ’ αλήθεια ένα σχέδιο που ανέκαθεν είχε το σύμπαν. Εσύ βλέπεις τις μαύρες τρύπες και σε φοβίζουν, μα εγώ τότε σου σφίγγω το χέρι και ξέρεις πως αυτό που έχουμε δε θα χαθεί ποτέ.
Δεν ξέρω αν τελικά ο έρωτας είναι επιστήμη. Ξέρω μόνο πως με τις δικές σου γνώσεις και τη δική μου φαντασία, πως με τις δικές σου φοβίες και τις δικές μου δυνάμεις, πως με τις δικές σου φιλοδοξίες και τις δικές μου ικανότητες, πως με τις δικές σου αντοχές και τις δικές μου παραλύσεις, φτιάξαμε έναν κόσμο χωρίς μοτίβο. Φτιάξαμε έναν κόσμο στον οποίο δεν παραμένουμε επειδή μας έλκει η δύναμη της βαρύτητας, αλλά επειδή μας ελκύει η δύναμη που υπάρχει μόνο μεταξύ μας.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη