Ξέρεις, ανέκαθεν μου άρεσε το παιχνιδάκι μας. Ούτε πίεση, ούτε ταμπέλες, ούτε υποσχέσεις και συναισθήματα. Μα ούτε κι αδιαφορία. Μια επαφή που σε άλλους θα φαινόταν από χυδαία μέχρι ασεβής κι ίσως κάπως προσβλητική. Πώς γελούσα με όλα τα σοκαρισμένα ζευγάρια μάτια; Απολάμβανα όμως τα πειράγματά σου, όπως κι εσύ άλλωστε τα δικά μου. Γι’ αυτό και περνούσαμε καλά. Πάντα χαμόγελα που κατέληγαν σε βογγητά. Χωρίς αναστολές, καθωσπρεπισμούς κι άλλα comme il faut.
Συζητήσεις ανώδυνες, αυστηρώς μη προσωπικές. Οτιδήποτε προσωπικό, άγγιζε τα όρια του απαγορευμένου, αν και λίγο άτυπα μιας και ούτε αυτό το κουβεντιάσαμε ποτέ. Ακόμα δε σε ξέρω κι ακόμα δε με ξέρεις. Κι ας έχεις μάθει κάθε κουμπί πάνω μου. Δεν έμαθα τι σε προβληματίζει, μα δε ρώτησα και ποτέ. Από όνειρα, στόχους και επιθυμίες ούτε λόγος. Ξέρω στο περίπου τι σου αρέσει να τρως, πώς πίνεις το ποτό σου και τι σκέφτεσαι τις μεγάλες ώρες. Όχι αυτές που φιλοσοφείς ή αγχώνεσαι και προφανώς όχι αυτές που ανησυχείς για τη ζωή σου, για τον έρωτα και τη δουλειά σου.
Όλα μου φαίνονται τόσο αστεία όταν προσπαθώ να μας περιγράψω. Μάλλον, όχι «μας», εδώ δεν υπάρχει κτήση. Όταν προσπαθώ να «το» περιγράψω λοιπόν. Αυτό το ακαθόριστο, αυτή η έλλειψη ταμπέλας, που όσο κι αν δίνει χώρο, μπερδεύει και καταστάσεις. Δεν είμαστε φίλοι, δεν έχουμε σχέση, ούτε καν βγαίνουμε. Ποτέ δε μιλούσαμε πολύ, δεν είχαμε ανάγκη να πούμε και κάτι άλλωστε. Οι ρολόι ξεκάθαροι από την πρώτη στιγμή που βρεθήκαμε μόνοι μας. Θύτες κι οι δυο μας που ευτυχώς δεν ψάχνουν κάποιο θύμα.
Η υποταγή μεταξύ μας σε εναλλαγή αναλόγως των διαθέσεών μας και τα όρια ευδιάκριτα. Δε σπαζόσουν όταν χανόμουν, δεν ανησυχούσα όταν δε μιλούσαμε. Δύο μηνύματα μακριά ήμασταν πάντα από την πολυπόθητη συνάντηση σαν να μην έτρεχε τίποτα. Περνούσαμε καλά, μα εγώ σταμάτησα να το απολαμβάνω. Μπορεί και να μου τελείωσε, δεν είναι κάτι σοβαρό. Κύκλος είναι κι αυτό σαν όλα τ’ άλλα.
Δεν ερωτεύτηκα στην πορεία, αν αυτό φαντάζεσαι. Σε νοιάστηκα, φυσικά. Ακόμα το κάνω. Δε σε ερωτεύτηκα ποτέ όμως και σίγουρα δε σε αγάπησα. Μεγάλες κουβέντες κι οι δυο και δεν ταιριάζουν στο λίγο μας. Όμως κάπου βαρέθηκα. Και ξέρω πολύ καλά πού. Μου πήρε λίγο καιρό μα το συνειδητοποίησα. Χάσαμε τις ισορροπίες μας κι ο σεβασμός μεταξύ μας ακροβατούσε επικίνδυνα.
Ήσουν η καβάτζα μου κι ήμουν η δική σου. Ένας απ’ τους πολλούς, μία απ’ τις πολλές. Δεν εθελοτυφλώ, ούτε κι εσύ άλλωστε. Το ξέραμε κι οι δυο καλά. Ένιωσα όμως να σε κυνηγάω και δε μου άρεσε. Έπιανα τον εαυτό μου να σε σκέφτεται σε ακαθόριστες στιγμές της μέρας χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Ούτε τι έκανες σκεφτόμουν, ούτε πού ήσουν και με ποιον. Μάλλον αν είσαι καλά σκεφτόμουν, μα αυτό ξεπερνούσε κατά πολύ τα μεταξύ μας όρια.
Η καβάτζα προϋποθέτει αμοιβαιότητα στη θέληση. Το κυνήγι ταιριάζει περισσότερο στο φλερτ κι αυτό το στάδιο το προσπεράσαμε με συνοπτικές διαδικασίες. Δεν αναζητάω κάτι παραπάνω. Κουράζουν όμως οι πολύπλοκες καταστάσεις και το fling οφείλει να είναι κάτι απλό. Θες; Θέλω. Τόσο ξεκάθαρα.
Ούτε παιχνίδια εξουσίας, ούτε mindfucks, ούτε ανούσια παιδιαρίσματα. Κι εσύ τελευταία το παράκανες και οι εναλλαγές σου κούρασαν. Γι’ αυτό κι εγώ βαρέθηκα και παραιτούμαι. Η αυλαία δική σου, όπως και το χειροκρότημα.