Καθώς μεγαλώνουμε, δίνουμε μεγαλύτερη έμφαση στον κοινωνικό μας περίγυρο, ειδικά όταν αυτός ξεφεύγει πλέον απ’ το στενό, οικογενειακό πλαίσιο. Όλοι μας έχουμε όμορφες μνήμες απ’ τα παιδικά μας χρόνια και τα παιχνίδια στη γειτονιά. Είτε αυτή ήταν σ’ ένα ορεινό χωριό της επαρχίας, είτε στα γραφικά καλντερίμια ενός νησιού, είτε στα στενάκια της πρωτεύουσας. Όλοι έχουμε παίξει -τουλάχιστον στα χρόνια μου- στις αλάνες, έχουμε φάει τα γόνατα στην άσφαλτο μαθαίνοντας ποδήλατο, έχουμε περάσει ξέγνοιαστα απογεύματα παίζοντας μήλα στη γειτονιά.
Η αλήθεια είναι ότι μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια, όταν επισκέπτομαι το πατρικό μου, μου λείπει η άλλοτε ζωντανή γειτονιά μου, κάποια αγαπημένα πρόσωπα που έχουν φύγει απ’ τη ζωή, οι παιδικές φωνές που δεν ακούγονται πια στα σοκάκια. Τσιμέντο παντού, άχρωμο, άτονο, άηχο και ησυχία, εκκωφαντική ησυχία.
Μετά απ’ τη γειτονιά των παιδικών μας χρόνων, σκέφτομαι τη γειτονιά των φοιτητικών χρόνων. Σε μια πόλη ως τότε άγνωστη για τους περισσότερους από εμάς, σε μια πολυκατοικία με νέους γείτονες, σ’ ένα σπίτι κι ένα μπαλκόνι που περάσαμε άπειρα βράδια με το παρεάκι μας, σε δρόμους που περπατήσαμε κι έγιναν η δική μας καθημερινή διαδρομή.
Την αγαπάς πολύ αυτή τη γειτονιά. Την αγαπάς, γιατί σου θυμίζει όλα, όσα πλέον έχουν περάσει και τ’ αναπολείς μ’ ένα χαμόγελο. Σου θυμίζει χρόνια ανέμελα, αγνούς έρωτες, ανθρώπους με τους οποίους πλέον ζείτε μακριά και δεν έχετε τη δυνατότητα να βλέπεστε συχνά, αλλά εξακολουθείτε να νοιάζεστε ο ένας τον άλλο.
Κι ερχόμαστε στη σημερινή μας γειτονιά, στο τώρα. Στη γειτονιά που μένεις τα τελευταία χρόνια που αποφάσισες να γίνεις ανεξάρτητος και να πάρεις τη ζωή στα χέρια σου. Σ’ αυτή που οι ταμίες στο σούπερ μάρκετ σε ξέρουν κι έρχονται να σε εξυπηρετήσουν, ακόμη κι όταν το ταμείο τους είναι κλειστό για να μην περιμένεις. Σ’ αυτή που το κορίτσι του φούρνου σε περιμένει καθημερινά με το χαμόγελο στα χείλη και ανταλλάσσετε τα νέα σας. Στο ζαχαροπλάστη της γωνίας, που μόλις βγάλει μια καινούρια φουρνιά μπισκότα θα σου δώσει ένα σακουλάκι να δοκιμάσεις.
Στον τσαγκάρη που θα παρεξηγηθεί, αν δεν τον χαιρετήσεις, και θα τρέξει να σε μαλώσει που κουβαλάς βαριά αντικείμενα χωρίς βοήθεια. Στη χαμογελαστή γειτόνισσα που θα σου πει «πω, πω ομορφιές για σας είναι η ζωή», αλλά και στην ξινή με την αγριοφωνάρα, γιατί ως γνωστόν σε κάθε γειτονιά, υπάρχουν κι αυτές οι περιπτώσεις.
Οι γειτονιές είναι οι άνθρωποί τους. Τα χαμόγελα, οι φωνές των παιδιών, οι ήχοι των εργασιών, τα παράθυρα με τις χρωματιστές κουρτίνες, η μυρωδιά μαλακτικού στα φρεσκοπλυμένα κι απλωμένα ρούχα, οι βεράντες, τα γιασεμιά. Τα γέλια των φίλων, τα κλεφτά φιλιά των ζευγαριών μπροστά από τ’ ανοιχτά παράθυρα, οι γλάστρες στα μπαλκόνια, ο έρωτας που ακούγεται τις νύχτες.
Κάθε γειτονιά είναι μια μικρή κοινωνία, μια χούφτα ανθρώπων που αλληλεπιδρούν κι επικοινωνούν καθημερινά. Αυτοί οι άνθρωποι σε βλέπουν πιο συχνά κι απ’ τους γονείς σου, σε γνωρίζουν κι ας μη σε ξέρουν καλά, είναι ένας μικρός περίγυρος. Είναι ο δικός σου μικρόκοσμος.
Να στηρίζεις και να εκτιμάς τη γειτονιά σου. Να ψωνίζεις απ’ τα μαγαζάκια γύρω σου, να δίνεις δουλειά στους διπλανούς σου, τους μικροκαταστηματάρχες κι όχι μόνο στις μεγάλες αλυσίδες, να φέρεσαι ανθρώπινα και καλοσυνάτα σ’ όσους σε συναντούν καθημερινά. Να μην είσαι απρόσιτος και κρύος.
Ο φόβος των αγνώστων και της εγκληματικότητας μας έχει μετατρέψει σε επιφυλακτικούς. Δε λέω να λέμε τα προσωπικά μας στον πρώτο τυχόντα, αλλά να χαιρετάμε τους γείτονές μας, να ξέρουμε ποιος μένει δίπλα, να κάνουμε μια εξυπηρέτηση αν μας ζητηθεί, να χαμογελάμε σ’ ένα κομπλιμέντο, ν’ ανοίγουμε το ασανσέρ στη γιαγιούλα που δυσκολεύεται, να καλαμπουρίζουμε με τον περιπτερά, να γελάμε με το κόρτε των παρευρισκόμενων στο καφενείο, να χαιρόμαστε αν η γειτόνισσα προσφερθεί να μας ψήσει καφεδάκι.
Ν’ αγαπάς τη γειτονιά σου, ν’ αγαπάς και τους ανθρώπους της. Είναι ο καθημερινός μικρόκοσμός σου, τα πρόσωπα που αντικρίζεις σε κάθε σου απόπειρα να βγεις απ’ το σπίτι, το δικό σου κομμάτι σ’ αυτήν την πόλη. Να την ζεις στο έπακρο, να την εκτιμάς, να ψωνίζεις απ’ αυτή, να κρατάς επαφές με τους ανθρώπους της, ν’ απολαμβάνεις τις συζητήσεις με τους γείτονές σου και να σκέφτεσαι ότι μια χούφτα άνθρωποι είστε, λίγα γνώριμα παντζούρια.
Κάθε γειτονιά έχει τους ανθρώπους της, τις μυρωδιές της, τη μουσική της, τους φυσικούς ήχους της και το χαρακτήρα της. Έχει όλα εκείνα που συνθέτουν ένα όμορφο κάδρο, μια σύνθεση εικόνων και συναισθημάτων που αν κάποια στιγμή μετακομίσεις, -πίστεψέ με-, θα σου λείψουν.