Η Στέλλα πετούσε τη σκούφια της που είχε καταφέρει να πάρει το αίμα της πίσω. Κατά των πιθανοτήτων, κι όμως, το κόλπο της είχε πιάσει, το αρρωστημένο αυτό σχέδιο πέτυχε, τουλάχιστον στο πρώτο κομμάτι του. Είχε κάνει την παλιά κολλητή της να πιστέψει όλο το παραμύθι που της πουλούσε. Έπαιζε βρόμικο παιχνίδι, το ήξερε, αλλά «το αξίζει», σκεφτόταν.
Η Άννα κι η Στέλλα ήταν κολλητές στο γυμνάσιο και στο λύκειο. Η πρώτη ανοιχτή κοπέλα, κοινωνική, δεν είχε πρόβλημα με τις συναναστροφές της, αγαπητό κορίτσι, ενώ η δεύτερη πιο κλειστή, όχι και τόσο κοινωνική, είχε προβλήματα στην οικογένειά της που την έκαναν να απομονώνεται πολλές φορές στον εαυτό της. Η Στέλλα είχε πολλές φορές προβληματική συμπεριφορά, ακόμα και προς την κολλητή της, αλλά η Άννα προσπαθούσε όσο μπορεί να τη βοηθάει και να μιλάει μαζί της.
Στην παρέα του λυκείου η Στέλλα ήταν ερωτευμένη με τον Μιχάλη, αλλά δεν είχε πει σε κανέναν τίποτα. Ήταν στην ίδια παρέα, αλλά πάντα είχαν μία απόσταση, γιατί ντρεπόταν, δεν μπορούσε να διαχειριστεί τα συναισθήματά της κι ενώ πάντα ήθελε να του πει πόσο τον ήθελε, πάντα το ανέβαλε για «αύριο». Στην πενταήμερη κι ενώ ήξερε η Άννα τα συναισθήματα της κολλητής της, είχε μια περιπέτεια με τον Μιχάλη, κάτι που το επόμενο βράδυ η Στέλλα έμαθε από μία φίλη τους και φυσικά την εξόργισε.
Ένιωσε προδοσία και κάτι άλλαξε μέσα της, για πάντα. Σε συνδυασμό με τα θέματα που είχε με τον εαυτό της, ξεκίνησε η κατηφόρα. Απομονώθηκε κι αποξενώθηκε μέχρι που τελείωσε το σχολείο, αλλά και μετά από αυτό. Ένιωσε μίσος, σε σημείο που της έγινε έμμονη ιδέα.
Γι’ αυτό και της πήρε δύο χρόνια για να βρει τρόπο να εκδικηθεί. Ήθελε να βρει τον καλύτερο τρόπο να πληγώσει. Διαστροφή, μίσος κι ένα αρρωστημένο σχέδιο για να «πάρει το αίμα της πίσω». Ήθελε η Άννα να νιώσει πώς είναι να αγαπάνε χωρίς ανταπόκριση, να ερωτεύεσαι κάτι που έχεις μπροστά σου, αλλά δεν το έχεις στην πραγματικότητα.
Τρία χρόνια μετά, αφού έχει χτίσει ένα ψεύτικο προφίλ στο facebook παριστάνοντας ότι είναι άντρας, η Στέλλα ξεκινάει να τσατάρει με την Άννα και να την κάνει να «τον» ερωτευτεί. Έστω, πλατωνικά. Και στην πορεία φυσικά η κίνησή της αποδείχτηκε να της βγάζει πολλά πράγματα στη φόρα για την πρώην φίλη της. Όσο πιο πολύ περνούσε ο καιρός, τόσο πιο πολύ μανία την έπιανε. Γι’ αυτό και προχώρησε και σε άλλες ακραίες πράξεις, όπως το να διαρρεύσει πολύ προσωπικές φωτογραφίες της Άννας. Ένιωθε ότι είχε ψωνίσει από σβέρκο, ότι είχε πετύχει το λαχείο, μία μεγάλη ικανοποίηση και δε χόρταινε εκδίκηση.
Σχεδίαζε ένα ωραίο φινάλε γι’ αυτή την ιστορία. Ήθελε πάση θυσία να τρίψει στη μούρη της Άννας ότι ήταν αυτή που την εκδικήθηκε, να την κάνει να νιώσει τον πόνο και να μάθει πώς είναι να περνάς τόσο άσχημα, όσο η Στέλλα. Ήταν άρρωστη.
Η Άννα απ’ την άλλη ήταν δυστυχισμένη, διένυε τη χειρότερη περίοδο της ζωής της. Δεν ήξερε πώς να χειριστεί όλη αυτή την κατάσταση που είχε στραφεί εναντίον της με το χειρότερο τρόπο.
Ένα βράδυ, πίσω στην Αθήνα, η Άννα κανόνισε με την παρέα της απ’ το λύκειο να βγουν για μπιρίτσα, να πουν τα νέα τους. Στην παρέα εμφανίζεται κι η Στέλλα. Η Άννα χαίρεται, την αγκαλιάζει και τη ρωτάει τα νέα της. Η Στέλλα, κρύα, την κοιτάει με άδειο βλέμμα, της απαντάει τυπικά. Είχε σχεδιάσει καλά στο μυαλό της τη στιγμή της εκδίκησης.
Σηκώνεται, λοιπόν, πρώτη να φύγει απ’ το μπαρ και με βλέμμα ειρωνικό γυρνάει και λέει στην Άννα: «Τα λέμε, μπουμπούκα». Εκείνη τη στιγμή το μυαλό της Άννας παγώνει, ήταν ακριβώς οι λέξεις που χρησιμοποιούσε ο Γιώργος στο τσατ κάθε βράδυ πριν κλείσουν τη συνομιλία. Γυρνάει κι έντρομη, λοιπόν, ρωτάει τη Στέλλα: «Τι είπες;».
Την έπιασαν πριν φύγει κι οι υπόλοιποι της παρέας. Φώναζε, αλλά μετά τα είπε όλα. Η Άννα δε σταμάτησε να κλαίει, ενώ η Στέλλα την κοιτούσε παγωμένη. Δεν είχε συνειδητοποιήσει τι είχε γίνει.
Η πρώτη της αντίδραση ήταν να θέλει να την παραδώσει στην αστυνομία, για όλο αυτό που πέρασε και να πάρει κι αυτή με τη σειρά της το αίμα της πίσω. Και την έπιασε απ’ το μαλλί. Καβγάδισαν πολύ άσχημα, όσο και να προσπαθούσαν να τις χωρίσουν, κατέληξαν στο νοσοκομείο, με πολλά χτυπήματα.
Μετά από όλα τα γεγονότα και τις εντάσεις, η Στέλλα ξεκίνησε ψυχοθεραπεία. Είχε περάσει καιρός κι όσο προσπαθούσε η Άννα να το ξεπεράσει όλο αυτό, ένα ερώτημα ήταν στο μυαλό της. Να τη συγχωρέσει ή να την εκδικηθεί; Μήπως το να τη συγχωρούσε και να τη βοηθούσε, θα βοηθούσε όλη την κατάσταση γενικότερα; Αν έβρισκε έναν άλλο τρόπο που θα λειτουργούσε καλύτερα; Η εκδίκηση θα συνέχιζε μία κατάσταση που δεν είχε την ψυχική δύναμη να υποστεί.
Και έτσι, στάθηκε όσο μπορούσε δίπλα της και τη βοηθούσε. Τη συγχώρεσε. Και κάπως έτσι βοηθούσε και τον εαυτό της ταυτόχρονα. Να καταλάβει και να προχωρήσει. Άδοξο μεν, υγιές κι αληθινό δε. Γιατί να πληρώσει με το ίδιο νόμισμα έναν άνθρωπο άρρωστο; Δε θα είχε κανένα αποτέλεσμα. Ήθελε να ηρεμήσει κι αυτό έκανε.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη