Ήταν Κυριακή απόγευμα, με δυο κοφτές κουβέντες έφτασα στην πόρτα. Με γυρισμένη πλάτη σου είπα ένα ξερό αντίο. Δεν ήθελα να σε δω, δεν ήθελα να σε αποχαιρετήσω. Στιγμιαία σκέφτηκα ότι ίσως να μη σε ξανά έβλεπα ποτέ. Γύρισα να κρατήσω με αμηχανία το χερούλι της πόρτας.
Τη μια κοίταζα την πόρτα και την άλλη εσένα. Τα δευτερόλεπτα κυλούσαν και σάμπως νόμιζα πως ήταν ώρες. Είχα παγώσει με το βλέμμα να αντικρίζω την όψη σου. Με κοίταζες, επίσης έντονα. Τις ωραιότερες κουβέντες είπαν τα μάτια -άχνα πουθενά. Με μια κίνηση και δίχως να σταματάω να σε κοιτώ, έκλεισα την πόρτα.
Κατέβαινα τις σκάλες και δε σταμάτησα στιγμή να κάνω επίπληξη στο χέρι μου. Για φαντάσου, τα είχα βάλει με μένα. Δεν έπρεπε να είχε κλείσει η πόρτα, δεν έπρεπε να είχαν ειπωθεί αυτά τα λόγια. Τι να κάνεις, όμως, δεν μπορείς να παραποιήσεις την αλήθεια. Δεν μπορείς να της φορέσεις κορδέλες κι άλλα διακοσμητικά στοιχεία για να την αλλάξεις. Είναι γυμνή και έτσι της αρμόζει.
Ήταν ένα τέλος δίχως επιστροφή. Έπρεπε να φύγω, έπρεπε να το πάρω απόφαση να αποσυνδεθώ απ’ τα συναισθήματά μου. Έβαζα τη λογική μπροστά και κάθε φορά έλεγα πως ήταν το σωστό. Κι αν δεν υπάρχει λάθος ή σωστό, για τη δεδομένη εκείνη στιγμή, αυτή ήταν η πιο κατάλληλη εξέλιξη.
Μέρες πέρασαν ακόμα κι ο οργανισμός διαμαρτυρήθηκε, ξέσπασε σε ένα ανεξήγητο κρύωμα. Σημάδια που επιβεβαίωναν πως όλα αυτά είχαν να κάνουν με την απόφασή μου. Μες στα χάπια και τον ατελείωτο βήχα γέλαγα και σχεδίαζα το πρόγραμμα της δουλειάς. Πού θα πάω, τι θα κάνω, πώς θα γίνει η μια κατάσταση ή η άλλη. Μια εργασιοθεραπεία με χαρακτήριζε κι ήμουν ευτυχισμένη.
Οι φίλοι, κολλητοί έσπευσαν να μάθουν πού χάθηκα. Αρρώστησα, τους φάνηκε ασυνήθιστο, σαν κάποιος να τους είπε ένα ανόητο αστείο. Δεν αρρώσταινα ποτέ κι αν συνέβαινε αυτό, ήταν μια μέρα ή δυο και την επόμενη στα καθήκοντά μου. Ή έστω το περνούσα στο πόδι και κανείς δεν καταλάβαινε ότι ένα απλό συνάχι με είχε βρει. Κανείς δεν καταλάβαινε τα αυτονόητα, συνηθισμένα φαινόμενα, εντελώς ασήμαντα. Όχι, όμως αυτή τη φορά. Όσο κι αν ήθελα να τα ξεπεράσω, ήταν εκεί σαν μεγαθήριο. Δεν ήταν απλά εμπόδια, είχαν μια ψυχή μέσα τους, που με έκαναν αδύναμη. Ευάλωτη σε ό,τι κι αν αντιμετώπιζα καθημερινά.
Με γέλια, χαρές κι ατελείωτη δουλειά, ολοκλήρωνα τον στόχο μου. Ήταν εκείνη η μέρα που με τα κορίτσια είπαμε να το γλεντήσουμε. Είχα ξεχάσει εσένα, τις συνήθειές σου, πλέον ξεχνούσα γενικά. Ξεθώριαζε η εικόνα σου απ’ το μυαλό, όμως όχι εκείνο το απόγευμα. Με ένα χαμόγελο στα χείλη, με γεμάτα τα στήθη από υπερηφάνεια, σε αντίκρισα σε ένα τραπέζι στο χώρο. Ήσουν με εκείνη, την κοίταζες μες στα μάτια. Παρακολουθούσες κάθε της κίνηση κι εκείνη να λάμπει από χαρά. Ήταν και το δικό σου πρόσωπο που έλαμπε το ίδιο. Γροθιά στο δικό μου στομάχι η εικόνα αυτή. Ήσουν ευτυχισμένος κι έπρεπε να το αποδεχτώ.
Κίνησα και βγήκα έξω, ενημέρωσα και τα κορίτσια. Η απόλυτη σιγή στην παρέα, σαν να γυρνούσαμε από κηδεία. Δεν ήθελα να μιλήσω, να σκεφτώ. Ήθελα απλά να επιστρέψω σπίτι και να ξεσπάσω εκεί.
Ήταν δύσκολο να το αποδεκτώ, έπρεπε όμως. Ήσουν ευτυχισμένος κι ήταν οδυνηρό για μένα να πιστέψω πως αυτό το χαμόγελο σου το χάρισε εκείνη -αυτή μετά από μένα. Είναι υποτιμητικό, αλλά αυτή είναι η σωστή εξέλιξη των πραγμάτων. Όταν φεύγεις, χωρίζεις, θα υπάρξει ο νέος, ο επόμενος. Κάποιοι, αργούν να το κάνουν, κάποιοι όμως όχι.
Όσο ξέρεις, ότι ο άλλος παραμένει μόνος του, νιώθεις μια γοητεία. Ότι ίσως να είσαι εσύ η αιτία που δεν μπορεί να προχωρήσει, αλλά κανείς δε σκέφτεται το πιο πιθανό σενάριο. Δηλαδή, να θες να είσαι μόνος σου απ’ το να είσαι σε ανούσιες σχέσεις που δε σου προσφέρουν τίποτα το ουσιώδες.
Τα έστυψα όλα αυτά στο μυαλό μου. Όπως μετά τη βροχή εμφανίζεται το ουράνιο τόξο, έτσι εκείνο το βράδυ παρουσιάστηκε ένα χαμόγελο στα χείλη μου. Σκέφτηκα πως άξιζε εκείνη να είναι δίπλα σου. Εκείνη που σου χάρισε την ηρεμία. Θέλει δύναμη να κάνεις έναν άνθρωπο ευτυχισμένο. Είδα τη σωστή οπτική των πραγμάτων.
Ίσως να ήμουν εγώ στη θέση σου, τότε θα ήταν σαφώς κατανοητό. Όταν, όμως, αυτό συμβαίνει στον άλλον, εσύ αντιδράς. Σε ενοχλεί και δε θες να γίνουν έτσι τα πράγματα. Είναι λίγο το «εγώ» που λειτουργεί εδώ και δε σκέπτεσαι πότε ότι κι ο άλλος έχει τα ίδια όνειρα με σένα. Ζει κι αναπνέει, όπως ακριβώς κάνεις και εσύ. Δε διαφέρεις σε τίποτα, ακόμα και στα συναισθήματα. Ίσως να υπάρχει μια διαφορά στον τρόπο, αλλά η αίσθηση είναι πάντα ίδια.
Τελικά, εμείς δεν ήμασταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλον. Αυτό ήταν∙ το χαμόγελό σου, που δεν είχα δει τόσο καιρό που ήμασταν μαζί. Έτσι θέλω να σε θυμάμαι, ευτυχισμένο και να λάμπεις. Έτσι κι εγώ γαλήνεψα, ηρέμησα και προσδοκούσα εκείνον που θα με έκανε να λάμπω εξίσου!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη