Πίσω απ’ τις κλειστές πόρτες, τις κρυφές γωνίες του καναπέ μου μαζεύουν όλη τη σκόνη, στα παραγεμισμένα συρτάρια που κλείνουν με δυσκολία, κάτω απ’ το κρεβάτι στην πιο πέρα άκρη που δε φτάνει το χέρι σου, μέσα στην πίσω τσέπη του παντελονιού ήταν όλα κρυμμένα τόσο καιρό. Όλες οι λέξεις που ήταν παραλίγο σωστές γιατί κανείς δεν μπήκε στον κόπο να τις διορθώσει επακριβώς, όλες οι αλήθειες που δεν αμφισβητήθηκαν γιατί αυτό ήθελες να ακούσεις την ώρα που ειπώθηκαν, όλες οι δικαιολογίες που έμοιαζαν ως αδιαμφισβήτητα δεδομένα γιατί ήταν επείγον να βρεθεί κάτι πιο ισχυρό απ’ τη σιωπή την ώρα που προέκυψε η ανάγκη να υπάρχουν, όλο το άδικο που σου φαινόταν ότι σε ομόρφαινε απλά γιατί θα μπορούσε να είναι και πιο άσχημο όσο κοιτιόσουν σε λάθος καθρέφτη και καμουφλαριζόσουν με πολλά: «Πάλι καλά που είναι όπως είναι, θα μπορούσε να είναι και χειρότερα».
Καθόλου ξαφνικά, με πολύ χρόνο ίσως χαμένο ίσως κι απαιτούμενο, πολύ κόπο να μαζέψεις μπάζα και σκουπίδια απ’ τους τοίχους που είχες ως πραγματικότητα τόσο καιρό, τοίχους πλέον γκρεμισμένους και προσπάθεια να πάρεις ανάσα απ’ τη σκόνη τους που σου έφραζε το λαιμό και τη φωνή κι ακόμα περισσότερο την όρασή σου, ο καθρέφτης άρχισε να διορθώνεται και σαν κάτι να αρχίζει να φαίνεται.
Μεταξύ μας, εσύ φταις. Είναι δική σου αποκλειστική ευθύνη όλα όσα πίστεψες, όλα αυτά με τα οποία συμβιβάστηκες ίσως για να μην τους χάσεις, ίσως γιατί φοβόσουν να μάθεις τι θα γίνει αν σε χάσουν αυτοί, όλα όσα εμπιστεύτηκες και κανείς δεν πήρε στα σοβαρά, όλος εκείνος ο εαυτός που δε θυμάσαι πού τον άφησες, όλα αυτά που πίστευες ότι θα ζήσεις με όλους εκείνους που δεν είναι πια εδώ, σε αγκαλιές δυνατές, σε γέλια που ταράζουν την κοινή ησυχία, σε υποσχέσεις που κρατάνε έτσι απλά με ένα οικείο χτύπημα στον ώμο, όλα αυτά που τελικά χωρίς να το καταλάβεις έγιναν η τωρινή σου πραγματικότητα.
Τώρα που όσα ήταν κρυμμένα τόσο καιρό στάθηκαν δίπλα σου στον καθρέφτη και κοιτάζεστε μαζί, αλλά δυστυχώς δεν υπάρχουν για να σηκώσουν το βάρος μαζί σου ούτε να σε κάνουν να νιώσεις καλύτερα μόνο για να σου υπενθυμίζουν όσο συχνά μπορούν και με όποιο τρόπο ξέρουν ότι είναι δική σου ευθύνη και το σήμερα. Το πού βρίσκεσαι τώρα.
Τώρα που δεν υπάρχει κανείς και μαζί τους ούτε οι δικαιολογίες τους. Τώρα που η όρασή σου αποκαταστάθηκε και πια δεν έχεις καμία δικαιολογία ούτε για σένα τον ίδιο. Κάπου ανάμεσα στο άδειασμα που νιώθεις για τα κενά που άφησαν και την ανικανότητα κάποιες φορές να μην καταλαβαίνεις πώς νιώθεις, σε πιάνει απ’ το χέρι αυτό το αιώνιο κλισέ συναίσθημα της μοναξιάς όταν καταλαβαίνεις ότι έχεις λιγότερους ανθρώπους από πριν ή και κανέναν.
Αν και δεν είσαι ακόμα έτοιμος να τα βάλεις μαζί του που σε καταβάλλει, συνειδητοποιείς ότι ένα άλλο κλισέ έρχεται να κονταροχτυπηθεί με αυτό της μοναξιάς. Αυτό του δεν έχασες κάτι που δεν ήταν ποτέ δικό σου. Δεν υπήρξε απώλεια αν δε σου ανήκε. Γιατί αν ήταν δικό σου θα ήταν ακόμα εδώ.
Κι όσο παλεύουν για το ποιο θα επικρατήσει, εσύ βλέπεις στον καθρέφτη να στριμώχνεται να χωρέσει κι άλλη μια δικαιολογία ότι δε φταις που νιώθεις μόνος. Κι όσο της κάνεις χώρο να κοιταχτεί, έχεις ήδη βγάλει το νικητή στην μάχη των κλισέ που δεν είναι άλλος απ’ το ότι δεν έχασες κάτι που δεν ήταν δικό σου. Νίκησε συντριπτικά κι επικράτησε αμέσως του αντίπαλου κλισέ του, γιατί δε συμμάχησε με καμία δικαιολογία για να το κάνει.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη