Γράφει η Ιρίνα.
Παλίρροια. Το φαινόμενο κατά το οποίο δύο φορές την ημέρα η στάθμη της θάλασσας ανεβαίνει και κατεβαίνει παροδικά. Πλημμυρίδα κι άμπωτη αντίστοιχα. Οφείλεται στα βαρυτικά πεδία του Ήλιου και της Σελήνης. Γι’ αυτό οι ναυτικοί γνωρίζουν πως όταν το φεγγάρι είναι ολόγιομο θα ‘χει κύμα, τρικυμία.
Οι ναυτικοί∙ γιατί όταν η ζωή αντιγράφει τη θάλασσα κάτω από Πανσελήνους και νύχτες με τόση ξαστεριά ώστε να αντικατοπτρίζουν το κόκκινο του πάθους, οι άνθρωποι σπάνια αναγνωρίζουν ή νοιάζονται να προφυλαχθούν απ’ το φαινόμενο. Αντίθετα κάθε παθιασμένος άνθρωπος τις περιμένει τις τρικυμίες του με κρυφό πόθο, μια επιθυμία μυστική, ενοχική, καταιγιστική.
Κι έρχεται η πλημμυρίδα και συγκλονίζουν τα συναισθήματα, ο ενθουσιασμός, η ζέστη απ’ τα τσαλακωμένα, ιδρωμένα σεντόνια. Συγκλονίζει ο έρωτας που μοιάζει τόσο μα τόσο πολύ με ζωή εκείνες τις στιγμές…
Έπειτα έρχεται η άμπωτη και χάνονται όλα, αποτραβιούνται πάθη, λάθη, μίση, οικειότητες, φιλιά, όλα τα παίρνει η θάλασσα μακριά της και τα παρασύρει στο βυθό της ή τα στέλνει σε ξένες ακρογιαλιές. Μια τέτοια, λοιπόν, παλίρροια βίωνε κι αυτή…
Απόλυτη κι αναπόδραστη. Το τηλέφωνο δε χτυπούσε πια καθόλου, τα μηνύματα στο κινητό της είχαν ελαττωθεί, οι φράσεις ήταν μικρές κοφτές, γεμάτες αμηχανία, ίσως λίγη ενοχή και διάθεση γρήγορης τελείας.
Τίποτα δε μαρτυρούσε τα καυτά φιλιά της τελευταίας φοράς, τον βαρύ αναστεναγμό της ερωτικής πράξης, τις αγκαλιές που σίγουρα δε βοηθούσαν τον ύπνο –άλλωστε αυτό το ένα βράδυ δεν έκλεισε μάτι, τον κοιτούσε μοναχά να κοιμάται–, αλλά τη μέθεξη σωμάτων και ψυχών μετά.
Η αλήθεια είναι ότι την έπνιγε αυτό το τέλος… Η παλίρροια έφευγε, η τρικυμία στο κεφάλι της μεγάλωνε. Όμως δεν ήταν κι από τους ανθρώπους που θα έτρεχαν. Δεν της το επιτρέπει η κουλτούρα της. Όχι ο εγωισμός της ή μάλλον όχι μόνο ο εγωισμός της, αλλά κι η φιλοσοφία της.
Να τρέξει πίσω έναν έρωτα; Να κυνηγήσει; Να ζητήσει εξηγήσεις; Να καταλήξουν τα «θέλω να σε δω» σε «ψάχνω χίλιους τρόπους να σε αποφύγω»; Όχι. Θα ήταν ευτελισμός της πιο ωραίας βραδιάς που πέρασε στη μέχρι τώρα ζωή της. Και τι δε μιζεριάζει, άλλωστε, όταν το υπεραναλύεις;
Έφυγε λοιπόν κι αυτή. Δεν τηλεφώνησε ούτε μία φορά, δε ρώτησε, δεν έδειξε τίποτα απ’ την εσωτερική της περιδίνηση. Έφυγε αξιοπρεπώς, σχεδόν στωική, αγέρωχη με ‘κείνο το γλυκό της χαμόγελο και την απόφαση στα μάτια.
Χωρίς να κατηγορήσει, χωρίς να στηλιτεύσει ή να καταδικάσει. Δεν υπήρχε λόγος, θα αναλάμβανε ο ρους της ζωής αυτό το ρόλο. Έφυγε κάνοντας ίσως τη μεγαλύτερη θυσία για τον έρωτα. Να μην τον κυνηγήσει. Όχι για να μη χάσει εκείνη τον εγωισμό της, αλλά εκείνος, o έρωτας, την αίγλη του.
Έφυγε κι ας ήξερε πως όλο και σε κάποια τρικυμία του μυαλού τους θα συναντιούνται και πάλι, χωρίς πια καμιά αιτία γι’ αυτό το τέλος της παλίρροιας να έχει σημασία…