Το street art ήταν ανέκαθεν παρεξηγημένο άθλημα. Βασική απόδειξη το ότι περιθωριοποιήθηκε μαζί με τους δημιουργούς του και τους θαυμαστές του. Είτε αυτό λέγεται ζωγραφική, μουσική, χορός ή lifestyle, λίγη σημασία έχει. Οτιδήποτε ανήκει στο δρόμο κι όχι στους στενούς τοίχους μιας γκαλερί, μιας αίθουσας μουσικής, μακριά απ’ τα media και τους προβολείς της μάζας θεωρήθηκε -και σε ένα σημείο θεωρείται ακόμα- υποκουλτούρα.
Η μουσική κι ο χορός κάπως ξέφυγαν απ’ τον κύκλο· ίσως γιατί το στίγμα τους δεν είναι τόσο ανεξίτηλο στα μάτια της πλειοψηφίας. Το lifestyle θεωρήθηκε καπρίτσιο και «έλα, μωρέ, θα σοβαρευτεί κάποια στιγμή». Τα graffiti, όμως, είναι μια άλλη ιστορία. Αυτά «βρομίζουν τους τοίχους» και «δεν έχουν θέση στις όμορφες πόλεις μας». Και για να μην ωραιοποιούμε καταστάσεις, σημείο αφετηρίας της στάσης αυτής είναι η ποινικοποίηση. Τα graffiti είναι βανδαλισμός δημόσιας περιουσίας, μην ξεχνιόμαστε.
Όμως, ως λάτρης της τέχνης του δρόμου κι οπαδός κάθε μορφής έκφρασης κι εκτόνωσης, πρέπει να πω ότι τα graffiti κατέχουν μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Αν έχεις μεγαλώσει σε πόλη ξέρεις δια ζώσης για τι πράγμα μιλάω. Θα τα δεις σε κάθε στροφή, σε κάθε στενάκι, μα και σε κεντρικούς δρόμους, πλατείες, ακόμα και ταμπέλες.
Αν όχι, ε, δεν μπορεί, όλο και κάποιο θα ΄χει πάρει το μάτι σου. Τα graffiti δε βρίσκονται μόνο στις πόλεις. Παγκάκια, επαρχιακοί δρόμοι, ακόμα κι η άσφαλτος γίνεται εύκολα καμβάς με λίγη φαντασία. Όλο και κάποιος μαρκαδόρος θα ‘χει πέσει στα χέρια σου για να συμβάλεις κι εσύ στο κίνημα κι όλο και κάποιος τοίχος θα έχει κάτι παράταιρα αποτυπωμένο πάνω του για να παρατηρήσεις. Εκτός κι αν ζεις κάτω από καμιά πέτρα, οπότε πάω πάσο.
Γενιές που δε μεγάλωσαν με έναν ψηφιακό τοίχο, χρησιμοποίησαν τους πραγματικούς για να εκφραστούν. Σταμπαρισμένες εκφράσεις που μάθαμε να αναγνωρίζουμε σε κάθε γωνιά της χώρας. Όλοι βασανιστήκαμε, όλοι αγαπήσαμε μια Ρένα και ταυτιστήκαμε με κάθε «μου λείπεις» που γράφτηκε ποτέ σε τοίχο.
Τα συνδέσαμε με ανθρώπους δικούς μας, με φίλους, με έρωτες, με καβάτζες κι απωθημένα. Τα μοιραστήκαμε, τα κάναμε αφορμή για κουβέντα, για προσέγγιση ή επανασύνδεση. Εκφράσαμε πόνο, μα και γέλιο και σίγουρα έρωτα. Τα φωτογραφίσαμε, τα αφιερώσαμε και κάθε φορά που τα συναντάμε, τους σκάμε ένα χαμόγελο.
Ακόμα κι αν δεν είσαι λάτρης της καταγραφής, τα graffiti έχουν και για σένα πεδίο έκφρασης. Σχέδια και ζωγραφιές σε κλίμακα που σου κόβει την ανάσα. Πραγματικά αριστουργήματα που σε κάνουν να ανατριχιάζεις και θέλοντας και μη, να συμφωνείς πως η ζωγραφική του δρόμου εδραιώνεται ως μορφή τέχνης και -με λίγη κρυφή χαρά, ομολογώ- αρχίζει και αναγνωρίζεται ως τέτοια.
Τα σταυρωμένα χέρια σε στάση προσευχής στο κέντρο της Αθήνας ή η γυναίκα με το φοίνικα λίγο πιο πάνω απ’ τα Λαδάδικα, το τουκάν με τα υπέροχα χρώματα στα Εξάρχεια είναι μόνο μερικά παραδείγματα για να σου δείξω πως η ζωγραφική του δρόμου έχει υπόσταση και μπορεί να ικανοποιήσει τις αισθήσεις και του πιο απαιτητικού.
Σχέδια που ολοκληρώνονται εν μία νυκτί κι απορείς εσύ το πρωί πώς άλλαξε ένας τοίχος τόσο πολύ μέσα σε ένα μόνο βράδυ. Γιατί οι καλλιτέχνες του δρόμου κινούνται στα σκοτάδια. Ίσως από ανάγκη να μη γίνουν αντιληπτοί, θα μου πεις. Μα άκου κι αυτό· η νύχτα έχει μια σαγήνη ασύγκριτη. Το πρωί μπορείς να τους ξεχωρίσεις όμως, αν παρατηρήσεις αρκετά καλά. Τα σπρέι λερώνουν τα χέρια και κάνουν θόρυβο στην τσάντα.
Δεν είναι πια μουτζούρες, όπως τις αποκαλούσε η γιαγιά μου κι η δικιά σου, δεν είναι αλητείες και σταμπάρισμα περιοχών. Μάλλον δεν είναι μόνο αυτό, γιατί καμία τέχνη, που σέβεται τις ρίζες της, δε χάνει τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά της. Αντίθετα, είναι τέχνη στην πιο ελεύθερη μορφή της. Σχέδια με χρώματα που σαγηνεύουν ή κι ασπρόμαυρα που καθηλώνουν.
Έκφραση που δεν περιορίζεται, δεν οριοθετείται και δεν ελέγχεται. Τέχνη με περιεχόμενο, ουσία και νεύρο. Ο δρόμος δε σου χαϊδεύει τ’ αφτιά και τα graffiti εκπροσωπούν επάξια την αρχή αυτή. Θεματικές απ’ την καθημερινότητα, την πολιτική, την ιστορία κι οτιδήποτε άλλο μπορεί να παιδέψει το μυαλό, οτιδήποτε μπορεί να σου προκαλέσει συναίσθημα· ακριβώς ό,τι οφείλει η τέχνη να κάνει.
Αν με ρωτάς, λοιπόν, τα graffiti κρατούν τα μπόσικα της τέχνης. Οι δημιουργοί τους δε λογοδοτούν, δεν κυνηγούν το χρήμα, παράγουν τέχνη για την τέχνη. Ασυμβίβαστα αγγίζουν θέματα ταμπού, θίγουν καταστάσεις που συζητιούνται ψιθυριστά κι αποτυπώνουν γνώμες που κάνουν κάποιους να κοκκινίζουν -από νεύρα ή ντροπή, αν κι αδιάφορος ο λόγος.
Τα graffiti είναι από μόνα τους μια επανάσταση κι αυτό τρομάζει. Γι’ αυτό την επόμενη φορά που θα πέσει το μάτι σου σ’ ένα απ’ αυτά, αναρωτήσου με ποια πλευρά τάσσεσαι. Με τους ειλικρινείς ή με τους ψευτοκαθωσπρέπει; Κι αν αποφασίσεις να πας με τους δεύτερους, φτάνει που μέσα σου ξέρεις.