Ο Αντώνης ξύπνησε νιώθοντας το κεφάλι του βαρύ. Κοίταξε γύρω του τον οικείο χώρο του δωματίου του. Πώς βρέθηκε εδώ; Η χθεσινή νύχτα ήταν ένα μαύρο μεγάλο κενό. Όπως οι περισσότερες νύχτες της ζωής του τελευταία. Δεν κάθισε να το ψάξει και πολύ. Μάλλον θα κατάφερε να φτάσει μέχρι το σπίτι του, πιθανότατα σερνάμενος μες στη νύχτα. Το ένστικτο της επιβίωσης.
Ένιωσε το ίδιο κενό που υπήρχε στο μυαλό του να κατακλύζει ολόκληρο το σώμα του. Πώς είχε μπλέξει έτσι; Με την ίδια σκέψη ξυπνούσε κάθε πρωί και με την ίδια αυτή σκέψη έριχνε το γλυκό υγρό του θανάτου στο αίμα του κάθε βράδυ. Κι ύστερα πάλι απ’ την αρχή.
Δεν ήταν κακό παιδί. Δεν ανήκε στους δρόμους ούτε δημιουργήθηκε εκεί. Εκεί κατέληξε. Κατάντησε. Θυμήθηκε τη λέξη που είχε χρησιμοποιήσει η Ελπίδα δυο μέρες πριν για έναν που του θύμιζε εκείνον. Εκείνον σε λίγο καιρό. Κατάντια. Αυτό ήταν. Αν ήξερε η Ελπίδα πόσο δίκιο είχε…
Όχι! Η Ελπίδα δεν έπρεπε να μάθει. Ποτέ. Δε θα την τραβούσε μαζί του. Το σχέδιο μέχρι στιγμής πήγαινε μια χαρά. Την απομάκρυνε κάθε μέρα όλο και περισσότερο. Δε θα το συγχωρούσε ποτέ στον εαυτό του αν μάθαινε. Αν έμπλεκε κι εκείνη. Όχι ούτε να το σκέφτεται δεν μπορούσε. Η Ελπίδα ήταν η αγνότητα στη ζωή του. Η μοναδική λάμψη μέσα στη μαυρίλα που είχε μπλέξει. Δε θα τη λέρωνε ποτέ. Και, πλέον, ένιωθε τον ίδιο του τον εαυτό τοξικό, επικίνδυνο. Δεν μπορούσε να την κρατήσει δίπλα του. Δεν της άξιζε.
Πράγματι, δεν ήταν κακό παιδί ο Αντώνης. Ποτέ στη ζωή του δεν πείραξε κανέναν. Ήταν τόσο δεμένος με την οικογένειά του. Τίποτε κακό δεν τους είχε αγγίξει ποτέ. Μέχρι τότε. Μέχρι την αναθεματισμένη εκείνη μέρα που σήκωσε το τηλέφωνο κι έμαθε. Οι λέξεις ακούγονταν μπερδεμένες και δεν καταλάβαινε τι του έλεγε η οικεία, γυναικεία φωνή απ’ την άλλη άκρη της γραμμής. Άκουγε λέξεις μπερδεμένες με λυγμούς.
«Ο Κωστής». Σιωπή. «Δεν το πιστεύω.» Ένας διστακτικός λυγμός. «Έφυγε». Γοερά κλάματα κι η γραμμή νεκρή. Δευτερόλεπτα αργότερα το τηλέφωνο ξαναχτύπησε κι ο πιο ήρεμος πατέρας του έβαλε τις λέξεις στη σειρά. Ο Κωστής δε ζούσε πια. Ο αδερφός του είχε φύγει. Έτσι απλά. Απότομα. Χωρίς να ρωτήσει κανέναν.
Ήταν πάντοτε το στήριγμά του ο αδερφός του. Σε εκείνον έτρεχε σε κάθε του πρόβλημα, σε κάθε δυσκολία. Ήξερε τα πάντα ο ένας για τον άλλον. Τον περνούσε πέντε χρόνια και τον ένιωθε σαν φύλακα άγγελο. Μέχρι την αναθεματισμένη μέρα που ένα δίκυκλο ήρθε και τον πήρε. Και τον έκανε πραγματικό άγγελο. Ήταν σίγουρος γι’ αυτό.
Οι υπόλοιπες μέρες ήταν θολές. Δε θυμόταν και πολλά. Μόνο το χέρι της Ελπίδας να προσπαθεί να τον στηρίξει. Μα τι να γίνει; Το μεγαλύτερο και πιο σταθερό στήριγμά του είχε φύγει πια.
Η Ελπίδα προσπάθησε πολύ να τον βοηθήσει να συνέλθει, να σταθεί και πάλι στα πόδια του. Μα ήταν λες και τα πράγματα κυλούσαν μόνα τους χωρίς να το παίρνει εκείνος χαμπάρι. Δεν κατάλαβε πότε γνώρισε εκείνους, πότε πήρε την πρώτη δόση, πότε αποφάσισε να συνεχίσει. Ήταν λίγες στιγμές χαλάρωσης. Λίγες στιγμές χωρίς πόνο. Αυτό ακριβώς που χρειαζόταν. Ένα διάλειμμα. Μια αθώα προσπάθεια που κατέληξε να την πληρώνει με τον χειρότερο τρόπο.
Η πόρτα χτύπησε.
Η Ελπίδα στεκόταν λίγα μέτρα πιο πέρα απ’ το σπίτι του και παρακολουθούσε την είσοδο έτοιμη να καταρρεύσει. Σε όλες τις επίμονες προσπάθειες της Μαίρης να πάει μαζί της, είχε αρνηθεί. Δεν ήθελε κανέναν δίπλα της. Δεν άντεχε να τον κοιτούν με λύπη, με οίκτο. Πόσο χαζή στάθηκε! Πόσο ανόητη ήταν που πίστεψε έστω και μία στιγμή πως είχε βρει άλλη. Που πίστεψε πως είχε ξεπεράσει τόσο γρήγορα το θάνατο του Κωστή.
Κι όμως. Τους πρώτους έξι μήνες έδειχνε να πηγαίνει καλύτερα. Έδειχνε να συνέρχεται σιγά-σιγά. Κι εκείνη ήλπιζε πως αργά ή γρήγορα θα ερχόταν και πάλι το χαμόγελο στα χείλη του. Περίμενε υπομονετικά και τον στήριζε όσο μπορούσε. Και ξαφνικά εκείνος άρχισε να φεύγει. Να τη διώχνει κάθε μέρα όλο και περισσότερο.
«Γιατί, ρε Αντώνη; Γιατί ρε γαμώτο στράφηκες εκεί; Γιατί όχι σε εμένα;». Θλίψη, πίκρα, απογοήτευση, θυμός κι ένα απέραντο κενό. Από χθες οι εικόνες δεν έφυγαν λεπτό απ’ το μυαλό της. Ένιωσε να χάνει τον κόσμο κάτω απ’ τα πόδια της. Έβλεπε τον άνθρωπο που αγαπούσε περισσότερο από κάθε άλλον να αυτοκτονεί μπροστά στα μάτια της.
Ξαφνικά τα κομμάτια του πάζλ μπήκαν στη θέση τους. Με μηχανικές κινήσεις κατάφερε να τον μεταφέρει στο σπίτι του μαζί με τη Μαίρη και να του αλλάξουν τα ρούχα.
Λίγο πριν φύγει τον κοίταξε έτσι όπως κοιμόταν. Ο ύπνος του ήταν ήρεμος εκτός από κάποιες στιγμές που τινάζονταν τα χέρια του. Το πρόσωπό του έδειχνε γαλήνιο. Κι εκεί μέσα στο σκοτάδι του δωματίου του ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει. Χάιδεψε το μάγουλό του απαλά και πλησίασε το πρόσωπό του. Ένιωσε την ανάγκη να του δώσει αγάπη και βοήθεια. Να τον σώσει.
Κι αυτό έκανε. Του έδωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη και γύρισε σπίτι της. Το πρώτο πράγμα που έκανε μόλις έφτασε ήταν να καλέσει τον πατέρα του. Στη μητέρα του δεν μπορούσε να ανακοινώσει τέτοια νέα. Δεν άντεχε την αντίδρασή της. Ήξερε πως ο κύριος Βαγγέλης ήταν πιο ψύχραιμός. Θα της το έλεγε εκείνος.
Φόρεσε μια μάσκα αγέρωχη. Σκληρή. Ανήγγειλε τα νέα σαν να αφορούσαν κάποιον άλλον. Κάποιον ξένο. Σαν να παρακολουθούσε η ίδια από μακριά τα όσα γίνονταν. Έτσι έπρεπε να γίνει. Δεν μπορούσαν να την πιάσουν οι συναισθηματισμοί της τώρα. Έπρεπε να είναι ήρεμη για να γίνει η συζήτηση σωστά.
Τα υπόλοιπα έγιναν πολύ γρήγορα. Αργά το βράδυ οι γονείς του Αντώνη χτυπούσαν την πόρτα της. Είχαν συμφωνήσει να πάνε στο σπίτι του το πρωί που θα ήταν το μυαλό του ξεκάθαρο.
Τώρα περίμενε απέναντι απ’ την πόρτα χωρίς να μπορεί να πάρει τα μάτια της απ’ τα σιδερένια κάγκελα. Δεν ξέρει πόση ώρα είχε περάσει όταν αυτή η πόρτα άνοιξε κι είδε τους γονείς του Αντώνη να βγαίνουν. Εκείνος τους ακολουθούσε με το κεφάλι κατεβασμένο. Ντροπιασμένος. Πλησίασε με βήματα διστακτικά. Ο Αντώνης σήκωσε το κεφάλι και τα μάτια τους συναντήθηκαν. Φάνηκε απ’ το βλέμμα του πως δεν την περίμενε εκεί.
Η Ελπίδα τον πλησίασε περισσότερο χωρίς να χάνει επαφή με το βλέμμα του. Είχαν έρθει πια σε απόσταση αναπνοής. Του χαμογέλασε κι έπιασε το μάγουλό του. Ήταν δακρυσμένη μα δεν το είχε καταλάβει.
«Πίστευες ότι θα σε αφήσω;». Εκείνος κατέβασε τα μάτια του κι έγνεψε καταφατικά. Έπιασε και το άλλο του μάγουλο και τον ανάγκασε να την κοιτάξει. «Σε όλα μαζί δεν έχουμε πει;».
Δεν πήρε απάντηση. Μόνο την αγκάλιασε σφιχτά. Ύστερα τη φίλησε. Και μέσα απ’ το φιλί του εκείνη διέκρινε τη συγγνώμη του, την απελπισμένη έκκληση για βοήθεια.
Μπήκαν μαζί στο αμάξι. Ο δρόμος μπροστά τους ήταν δύσκολος.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη