Γράφει η Λ.

 

«Ένα. Δύο. Ακούγομαι;». Σε μπαρ με κόσμο, βραδιά καραόκε κι εμείς οι δυο εκεί. Ουίσκι με πάγο εσύ, βότκα λεμονάδα εγώ. Έτσι, για να μην ξεφεύγουμε απ’ τα συνηθισμένα μας. Κι εκείνο το τσιγάρο που τόσο πολύ λησμονείς να κρατήσεις στα χέρια σου, να πάρεις έστω μια τζούρα να θυμηθείς τη γεύση του. Πάνε δύο χρόνια τώρα. Πιάνεις το κομπολόι κι ελπίζεις να ξεγελάσεις έστω τα χεριά σου.

Δε μιλάς. Εξάλλου, οι λέξεις δεν ήταν ποτέ το φόρτε σου. Είτε έπρεπε να τις πεις είτε έπρεπε να τις γράψεις, ένα και το αυτό. Δεν έβρισκες ποτέ τις κατάλληλες ή φοβόσουν να τις ξεστομίσεις.

Παρέες, ζευγάρια, κόσμος τριγύρω, άλλοι χαμογελαστοί, άλλοι αδιάφοροι, άλλοι εξαναγκασμένοι να βρίσκονται εκεί. Όλοι κάτι νιώθουν ή έστω κάτι δείχνουν ότι νιώθουν. Κι εσύ στέκεις δίπλα μου ανέκφραστος κι απλώς παρατηρείς. Ούτε καν εγώ δεν ξέρω αν περνάς καλά. Περιττό να σε ρωτήσω, η απάντηση αναμενόμενη. «Αν δεν περνούσα καλά, δε θα είχαμε έρθει».

Κοιτάω το ρολόι. Δείκτες που δείχνουν μία ώρα μπροστά. Κι οι κουβέντες μεταξύ μας ελάχιστες. Κι αυτές για δουλειά. Η μεγάλη σου αγάπη και το μεγάλο σου άγχος μαζί. Τουλάχιστον στο κομμάτι αυτό, τα μοιράζεσαι όλα μαζί μου.

Κι εγώ ακόμα δίπλα σου. Περιμένω ένα και μόνο χάδι. Ένα τυχαίο άγγιγμα στο χέρι. Ένα κομπλιμέντο, όχι από ‘κείνα με σάλτσες κι υπερβολές. Ίσα-ίσα δυο λέξεις, να μου θυμίσουν γιατί με επέλεξες. Είσαι, όμως, αποφασισμένος για ακόμα μια φορά να μη σπάσεις τη σιωπή σου.

Μόνο που εγώ δεν μπορώ να είμαι πια μάντης και ψυχολόγος. Να μεταφράζω πράξεις –συχνά αντιφατικές– ως ενδιαφέρον ή αδιαφορία. Θέλω να ανοίξεις επιτέλους αυτόν τον κλειστό κόσμο, έστω σε μένα, να διαβάσω για λίγο τις σκέψεις σου.

Αυτά, δε στα ‘χω πει ποτέ. Σου δίνω χρόνο στον οποίο παρατηρώ τις πράξεις σου μία προς μία. Σήμερα, όμως, αγανάκτησα. Σήμερα, θα ακούσεις ό,τι δεν άκουσες απ’ την πρώτη μέρα που βγαίνουμε, από εκείνη που έγινα εγώ και μάνα κι αδερφή σου κι αγάπη μαζί, που λέει και το άσμα, προσπαθώντας να ξορκίσω φόβους κι ανησυχίες σου, να σου θυμίζω διαρκώς πως είσαι απ’ τους καλύτερους στο είδος σου και πως προσπαθείς καθημερινά να βελτιώνεσαι ακόμα περισσότερο.

Άλλο η δουλειά κι άλλο εγώ. Πρέπει επιτέλους να μας ξεχωρίσεις. Και πρέπει να καταλάβεις πως δίπλα σου έχεις έναν άνθρωπο, που περιμένει κι αυτός να βρεις τον τρόπο να τον ανεβάσεις, να τον τρελάνεις, να τον κάνεις να νιώθει μοναδικός, μοναδικός για σένα. Μια βότκα ακόμα και τα πράγματα ξαφνικά γίνονται πιο εύκολα.

Σηκώνομαι, κι ας γίνω ρεζίλι. Λες και με τόσο που έχουν πιει μέσα στη νύχτα, αύριο θα μας θυμούνται. Ζητάω το μικρόφωνο κι ας ξέρω πως άπαξ και τραγουδήσω εγώ θα φύγει όλο το μαγαζί.

«Ένα. Δύο. Ακούγομαι;». «Σταμάτα να προσπαθείς να με ξενερώσεις». Αυτό. Δεν έχω τίποτα άλλο να πω, ενώ ακούγεται απ’ τα ηχεία στη διαπασών. Οι άλλοι ούτε που κατάλαβαν, ποια είμαι, τι είπα και γιατί. Στα δικά σου, όμως, αφτιά είμαι σίγουρη πως έφτασε.

Γυρνάω στο μπαρ. Σε κοιτάω. Συνεχίζεις να μη μιλάς. «Δεν έχω φύγει από δίπλα σου, ακόμα κι αν εξ αρχής η συμπεριφορά σου με διώχνει. Μίλα, επιτέλους».

Τώρα πια το παιχνίδι είναι στο χέρι σου. Και το χειρότερο απ’ όλα, εγώ έχω και μάρτυρες!

 

Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη