Τα γυροφέρνεις πάλι. Ούτε ακριβώς αυτό, ούτε εκείνο, ούτε ξεκάθαρα το άλλο, ούτε εντελώς το παράλλο. Αιωρείται στον αέρα μια αοριστία, ένα «ίσως» πλανιέται αυτοδημιούργητο, αλλά όχι κι αυτόβουλο γιατί στην ουσία δεν κάνεις ό,τι θες.
Μη βιαστείς να ταραχτείς που δε σε θεωρώ δυναμικό ον, αλλά έρμαιο των αδυναμιών σου, γιατί θα είναι σαν να ταράζεσαι που έχεις δύο μάτια και δύο πόδια. Εννοώντας ότι είσαι όπως όλοι μας. Ξέρεις κανέναν εκεί έξω που να μην τον πήρε το ποτάμι του φόβου κάποια στιγμή και να μην τον ξέβρασε σε ένα μέρος που δεν έχει ξαναδεί και μόνο τότε –που βρέθηκε χωρίς χάρτη, μούσκεμα, τρομαγμένος, αλλά κι άλλο τόσο εξοργισμένος με τον εαυτό του που αφέθηκε να παρασυρθεί– να μη θέλησε να πιάσει το ποτάμι απ’ το γιακά να τσαμπουκαλευτεί, μήπως και τον αφήσει ήσυχο; Και τώρα που ηρέμησες και δε σε πνίγει το θίξιμό μου σε βάρος της δυναμικής σου προσωπικότητας θα σου πω την αλήθεια.
Βέβαια, ούτε και πριν σου έλεγα ψέματα, όμως πάντα καλό είναι για τον πυρήνα της αλήθειας κάποιος να είναι προετοιμασμένος. Όχι γιατί είναι βαριά η σημασία του και δεν μπορείς να τη σηκώσεις, αλλά γιατί την κουβαλάς ήδη. Αυτό, όμως, το ήξερες, δεν ήρθα εγώ τώρα στα καλά καθούμενα να στο πω ούτε έτσι μου ήρθε. Το βλέπω καιρό. Όπως κι εσύ το βλέπεις και το ξέρεις, άλλο που το αφήνεις να μπερδευτεί στο σύννεφο της αοριστίας, να χαθεί μαζί με τα άλλα τα ψιλά στην ομίχλη της ασάφειας.
Γιατί το αρνείσαι; Απ’ τις ασάφειες τώρα θα πάμε στα ψέματα, και καλά να πείσεις τους άλλους, αλλά θα πείσεις κι εσένα κι άντε μετά να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα ο εγκέφαλος. Γιατί σαν το μόνο όργανό μας που μπορεί να κρίνει αντικειμενικά έχει φυσική ροπή προς την αλήθεια. Η οποία είναι πάντα μία. Κι αυτό το ήξερες.
Τι δεν ήξερες, ότι κάθε φορά που υποχωρούσες στο καπρίτσιο της αγαπούλας σου λέγοντας «ίσως», η αγαπούλα καταλάβαινε «ναι» με τη σιγουριά ότι θα σε φέρει στο εντελώς «ναι» μιας και δε δήλωσες εντελώς «όχι». Τι δεν ήξερες, ότι για το κάθε πράγμα, συναίσθημα, κατάσταση, δράση στην οποία πάλεψες να χωρέσεις με ένα «ίσως αύριο βολευτώ καλύτερα, θα κόψω από ‘δω, θα ράψω από ‘κει και θα χωρέσω», η αγαπούλα είχε ήδη βρει τα δικά της μέτρα κι είχε βολευτεί κι εσύ ίσως το απροσάρμοστο της υπόθεσης, εφόσον δεν είπες ξεκάθαρα «όχι, δε μου κάνει, δε με αντέχει ή απλά δε μου αρέσει».
Τι δεν ήξερες, ότι την κάθε φορά που δίσταζες κι υποχωρούσες από φόβο μη φύγει η αγαπούλα ή μη χαλάσεις χατίρι –γιατί νόμιζες ότι στα έκανε και εσένα όλα– κι έλεγες «ίσως, θα δούμε», η αγαπούλα αβίαστα, χωρίς να το παιδέψει το ζήτημα, έκανε του κεφαλιού της, με τη συναίνεσή σου, μιας και δε δήλωσες ποτέ ξεκάθαρα την άρνησή σου;
Μεταξύ μας κι εσύ ίσως να έκανες κάτι παρόμοιο με την αγαπούλα, γιατί ποιος δεν αγαπάει να του το κάνουν εύκολο σε έναν κόσμο που είναι δύσκολο ακόμα και το να βρεις κάτι ελπιδοφόρο να ξυπνήσεις το πρωί πέραν του ότι πρέπει να πας για δουλειά.
Τώρα, λοιπόν, που έχεις ξεπεράσει το αρχικό σοκ κι αρχίσεις και εμπεδώνεις, θα σε βοηθήσω ακόμα λίγο πριν φύγω δίνοντάς σου το συμπέρασμα έτοιμο. Με ευχαριστείς μετά γι’ αυτό που θα έπρεπε να πληρώσεις δέκα συνεδρίες τον ψυχολόγο για να στο δώσει κι εγώ στο προσφέρω δωρεάν κι απαλλάσσοντάς σε από συναισθηματικές μπούρδες περί έρωτος –τις οποίες έχω σε μεγάλη εκτίμηση, μην παρεξηγηθώ–, αλλά κι από μπούρδες υποχωρήσεων -τις οποίες εκτιμώ όσο ένας δυσκοίλιος το ρύζι.
Ναι, καλά κατάλαβες για τουαλέτα και καζανάκι είναι οι υποχωρήσειςαλλά είπα να δικαιώσω τα πτυχία μου με μια καθωσπρέπει παρομοίωση. Ωστόσο δεν έχει τίποτα το καθωσπρέπει το να λες «ίσως» εκεί που θες να πεις «όχι» είτε για τους λόγους σου είτε γιατί απλά έτσι γουστάρεις.
Είναι μια άδικη ξεφτίλα σε αυτό που χτίζεις να γίνεις κάθε μέρα, είναι ένα κακόγουστο παραμύθιασμα στο μόνο άνθρωπο που θα είναι εκεί όταν όλοι οι άλλοι θα έχουν φύγει κι αυτός είναι ο εαυτός σου, όχι η κάθε αγαπούλα. Η αγαπούλα και να φύγει –ξέρω, γίνομαι κυνική– καλό θα σου κάνει. Κι αυτό το είχες καταλάβει κάθε φορά που δε σου άρεσε το «ίσως» σου και πάσχιζε εκείνη η φωνούλα του «όχι» να γλιστρήσει, αλλά εσύ την κατάπινες μονορούφι και την έκανες «ίσως», για να χωράτε όλοι στην εξίσωση.
Εσύ, η αγαπούλα, και τα «ίσως».
Άπαξ και δεν μπόρεσε να αντιληφθεί την αγωνία να τα βολέψεις όλα, να φύγει. Αφενός γιατί οι σωστές αγαπούλες δε σε έχουν για να αγωνιάς και να ζορίζεσαι, αλλά για να κάνεις αυτό που θες μέσα σε αυτό ακριβώς που είσαι, αφετέρου γιατί αν κι εσύ κατέληξες να μαγκώνεσαι δεν είναι για σένα, όποτε αφήστε ο ένας τον άλλο ελεύθερο.
Πριν παραδεχτείς ότι όντως έτσι έχουν τα πράγματα –δε θέλω χειροκρότημα, μόνο ένα κιλό παγωτό– και κάνεις κάτι γι’ αυτά , θα ήθελα να σε ρωτήσω αν τα «ίσως» ήταν γιατί τον αγαπούσες. Βιαστικά μου απαντάς «ναι», όμως όταν σου εξήγησα ότι εννοούσα τον εαυτό σου, η απάντηση ήταν το πιο σίγουρο «όχι».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη