Πόσο ξέγνοιαστα ήταν εκείνα τα πρώτα ραντεβού όταν ήμασταν δεκαοχτώ-είκοσι χρονών. Είχαν μια ανεμελιά, μια μαγεία εκείνες οι εποχές. Έρωτες, καρδιοχτύπια, ενθουσιασμός, η λαχτάρα σου να δεις τον άλλο. Το ζούσαμε στο μέγιστο και δε μας ένοιαζε το μέλλον παρά μόνο το αύριο, κυριολεκτικά. Αν θα μας ζητήσει να βγούμε, πού θα μας πάει, πώς θα ντυθούμε, αν θα υπάρξει πρώτο φιλί. Μιλάμε για τέτοιους σοβαρούς προβληματισμούς.
Αν είχαμε χημεία μεταξύ μας, έφτανε και περίσσευε. Βγαίναμε και δε μας ένοιαζε πού θα καταλήξει, τελικά, το φλερτ. Αν, δηλαδή, η συνάντηση οδηγήσει σε κάτι που αξίζει να συνεχιστεί ή αν αποδειχτεί ένα ακόμη αποτυχημένο ραντεβού. Και τι πειράζει; Θα υπάρξει επόμενο. Κι οι σχέσεις που κάναμε, εξάλλου, ήταν για όσο κρατήσουν. Χωρίς δεύτερες σκέψεις κι αγωνίες.
Πόσο αλλιώτικα είναι αυτά τα πρώτα ραντεβού όταν πια έχει περάσει ανεπιστρεπτί αυτή η περίοδος χάριτος. Εδώ που τα λέμε, αλλιώς σκεφτόμασταν στα είκοσι κι αλλιώς στα τριάντα μας. Όσο να ‘ναι, μας διακατέχει μια άλφα ωριμότητα, με αποτέλεσμα να φιλτράρουμε πια και την παραμικρή λεπτομέρεια. Καλώς ή κακώς, λείπει αυτός ο αυθορμητισμός που είχαμε στα είκοσι και τη θέση του παίρνει ένα άγχος.
Αυτό που αλλάζει είναι πως στα τριάντα –τριάντα παρά, τριάντα και κάτι, αναλόγως τον άνθρωπο– δε σκέφτεσαι μόνο το σήμερα, αλλά σχεδιάζεις το μέλλον σου και συχνά παίρνεις αποφάσεις βάσει αυτού. Δεν κάνεις γνωριμίες απλά για να περάσεις τον καιρό σου, αλλά συνειδητά ή ασυνείδητα κάνεις σενάρια για σοβαρή σχέση και πιο ακραία, για επισημοποίηση, γάμους και πανηγύρια. Ψάχνεις σε κάθε νέα επαφή την προοπτική κι αν δεν υπάρχει ίσως να την αποκλείεις εξαρχής.
Βάζει το χεράκι του κι ο περίγυρος σ’ αυτό. Έχεις πια κατασταλάξει αφού η ζωή σου, θεωρητικά, έχει μπει σε μια σειρά. Έχεις τη δουλειά σου, τους φίλους σου, τα έχεις βρει με τον εαυτό σου. Έχεις κάνει σχέσεις, έχεις πάθει κι έχεις μάθει. Ξέρεις τι ψάχνεις πια και πάνω απ’ όλα ξέρεις τι δε θέλεις. Επιδιώκεις καριέρα και προσωπική ζωή σε ισορροπία.
Βρίσκεσαι σ’ ένα μεταβατικό στάδιο κι αντιμετωπίζεις τις καταστάσεις με μια σοβαρότητα κι υπευθυνότητα. Είναι αυτή η ηλικία που δεν αρκεί μόνο να περνάς καλά. Καλή η χημεία κι η επικοινωνία, μα δεν καλύπτουν τις προσδοκίες σου. Μπαίνεις, λοιπόν, στη διαδικασία να ανακαλύψεις απ’ τα πρώτα κιόλας ραντεβού αν μ’ αυτόν τον άνθρωπο θα μπορούσες να φανταστείς το μέλλον σου μαζί του ή ακόμα και το σενάριο οικογένειας.
Στο μυαλό σου παίζουν διάφορα ερωτηματικά. Θα έχει μέλλον αυτή η σχέση; Συμπίπτουν οι επιθυμίες μας; Τι στόχους έχει στη ζωή του; Είναι ο κατάλληλος άνθρωπος για μένα; Θα μπορούσαμε να συνυπάρξουμε αρμονικά; Θέλει να κάνει οικογένεια; Αν πληροί, με λίγα λόγια, όλες τις προϋποθέσεις σου. Ακόμα κι αν θα τον αποδεχτεί/εγκρίνει ο κύκλος σου, μπορεί να σκεφτείς.
Οι συζητήσεις σας, φυσικά, κυμαίνονται γύρω από όλα εκείνα τα κρίσιμα για σένα ερωτήματα. Πάνε αυτές οι ανάλαφρες κουβέντες. Ξεκαθαρίζεις, μάλιστα, τη θέση σου απ’ την αρχή, να ξέρει με τι άνθρωπο έχει να κάνει. Κάνοντας γνωστές τις προθέσεις σου θα δεις αν ταιριάζουν με τις δικές του.
Θες να ξέρεις τι προοπτικές έχει μια ενδεχόμενη σχέση, μη χάνεις και τον καιρό σου άδικα κι αυτό γιατί δε θες να μπλεχτείς σε μια ακόμα επιπόλαιη σχέση που δε θα σου προσφέρει τίποτα παραπάνω από εφήμερη ευφορία και μια ακόμη αποτυχημένη σχέση στο βιογραφικό σου.
Βέβαια, είναι κι αυτοί που δε συμβιβάζονται ούτε βάζουν τον εαυτό τους σε καλούπια, ακολουθώντας τις κοινωνικές νόρμες, αλλά αφήνονται στο συναίσθημα όσων χρονών κι αν γίνουν. Δε βάζουν χρονικά όρια στην αγάπη ούτε ερωτεύονται κατά παραγγελία. Είναι αυτοί οι ρομαντικοί που δε βάζουν τη λογική πάνω απ’ το συναίσθημα. Ερωτεύονται παράφορα κι ας ξέρουν απ’ την αρχή πως δε θα κρατήσει. Δεν το κάνουν από επιπολαιότητα, μα θέλουν να το ζήσουν.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη