Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info @ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».
Εξομολογείται η Χριστιάνα Παν.
Άραγε απόψε με σκέφτεσαι; Σκέφτεσαι τη μυρωδιά μου κι όλα όσα νιώσαμε μαζί; Εγώ πάντως, μπέσα, σε σκέφτομαι. Και κάθε τζούρα απ’ το τσιγάρο μου φέρνει ακόμα μια σκηνή μας στο μυαλό μου. Πότε να γίνομαι δικιά σου, πότε να παλεύουμε σαν δυο λιοντάρια πεινασμένα σε ένα κλουβί και πότε να χαζεύουμε για ώρες ο ένας τον άλλο.
Θέλω να σε δω. Θέλω απλά να σε δω. Χωρίς πολλά «γιατί». Χωρίς πολλά «πρέπει». Είσαι το μόνο «θέλω» μου που δε διαπραγματεύομαι. Είσαι αυτό που ακόμα μέσα μου ζητάει εξηγήσεις. Είσαι αυτός που γύρω σου όλα είχαν νόημα, που όλα κοντά σου ήταν αλλιώς. Που τίποτα άλλο δεν είχε σημασία κι αξία. Γιατί ήσουν εδώ.
Γιατί σ’ αγάπησα με έναν τρόπο που δε διάβασα σε κανένα βιβλίο. Γιατί μ’ αγάπησες με έναν τρόπο που ποτέ δεν ξανάκουσα. Γιατί μαζί δώσαμε σε μια απλή λέξη ζωή. Γίναμε ο ένας η μάσκα οξυγόνου του άλλου, τις στιγμές που πνιγόμασταν. Αγάπη για μας ήταν ο μικρόκοσμος που χτίσαμε εκείνα τα βράδια κρυμμένοι στο μικρό μας δωμάτιο. Που έκανε ψύχρα, που ήταν άχρωμο, μα είχε μέσα του συναίσθημα. Βλέπαμε τις σκιές που σχημάτιζαν οι χαραμάδες και γελάγαμε με τη φαντασία μας και τις μορφές που επινοούσαμε.
Πιο πολύ να ξέρεις μου έλειψε εκείνο το βλέμμα σου. Αυτό το σαγηνευτικό και μελαγχολικό. Ποτέ δεν ήσουν καλός με τα λόγια και κάθε που προσπαθούσες να γίνεις ρομαντικός, εγώ γέλαγα που τα έχανες κι εσύ θύμωνες σαν μικρό παιδί. Τότε με κοίταγες μ’ αυτά τα καστανά μελαγχολικά σου μάτια και μου ‘λεγες όσα δεν άκουσα ποτέ.
Μου έλεγες πως ήσουν δικός μου κι ήμουν δικιά σου. Πως τίποτα στον κόσμο δε θα μπορέσει ποτέ να μας το πάρει αυτό. Γιατί ανήκαμε ο ένας στον άλλο. Παλέψαμε για όλα όσα διαλέξαμε. Μα κάπου, ίσως ξαφνικά, τρομάξαμε την ευτυχία μας.
Τη βγάλαμε για σεργιάνι και την φόβισαν τα αδιάκριτα βλέμματα. Τη λούσαμε με υποχρεώσεις, τρεχάματα, σκοτούρες. Τη μολύναμε με τα «πρέπει» μας. Κατάλαβες τώρα τι κάναμε; Τρομάξαμε ό,τι νιώσαμε. Κι αυτό το έγκλημα έχει για δικαστή τη μοναξιά μας. Γιατί όλα τώρα πια μοιάζουνε ψεύτικα. Μοιάζουνε ξένα. Μοιάζουνε όλα αδιάφορα χωρίς εμάς.
Δεν ήμασταν οι μόνοι που αγαπηθήκαμε. Γύρω μας τόσες καρδιές μισές κι άλλες τόσες χαμένες. Τόσοι άνθρωποι μόνοι, κλεισμένοι σε θαλάμους αναμνήσεων επιβάλλοντας τιμωρίες στον εαυτό τους για όσα είχαν μα έχασαν.
Κι αν η δικιά μας δεν πρόλαβε να κλείσει με ένα όμορφο τέλος, δε φταίμε εμείς. Ίσως να έπρεπε να μείνει άπιαστη σαν όλα τα όνειρα που μας κρατάνε στη ζωή, με την ελπίδα κάποτε να τα κάνουμε δικά μας. Ίσως.
Μα καλύτερα ένα τέλος, καλό ή κακό, παρά μια αγάπη καταδικασμένη να ξεφτίζει σε μια άνοστη μέση.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη