Γράφει ο Α.
Θυμάσαι πώς γνωριστήκαμε; Θυμάσαι πώς ευθυγραμμίστηκαν οι πλανήτες, τέτοιες μέρες περίπου πριν ένα χρόνο, κι έβαλαν τον έναν στη ζωή του άλλου; Θυμάσαι πώς η μοίρα έπλεξε με τόση μαεστρία τα νήματα της ζωής μας, ώστε να μπλεχτούν; Μα τι ρωτάω, ο τρελός, σίγουρα θυμάσαι.
Τέτοια γνωριμία, μωρό μου, δεν ξεχνιέται. Όταν συμβαίνουν τόσα πράγματα «τυχαία» κι απ’ το πουθενά γνωρίζεις τον άνθρωπό σου, δε γίνεται να το σβήσεις απ’ τα κιτάπια του μυαλού, όσο και να προσπαθήσεις. Θα θυμάσαι, εξάλλου, σίγουρα, πως η γνωριμία μας, αποτέλεσε τη μόνιμη ιστορία των φίλων μας. Σημείο συζήτησης κάθε φορά στις παρέες και προτροπή προς εμένα, που ξέρουν όλοι πόσο λατρεύω το γράψιμο, να το κάνω κινηματογραφικό σενάριο.
Σήμερα διαφωνούμε σε πολλά. Αν σε κάτι συμφωνούμε, όμως, είναι πως η μοίρα επέλεξε να μας φέρει σε επαφή. Δε χρειάζεται να σε ρωτήσω για να μου το επιβεβαιώσεις, δε χρειάζεται να ακούσω τα χείλη σου να το λένε. Γνωρίζω πως το σκέφτεσαι και το ξέρεις πολύ καλά. Μπορούν, ακόμα, να το επιβεβαιώσουν εκείνα τα καθίσματα στο λεωφορείο κι όλοι οι γνωστοί-άγνωστοι καθημερινοί συνεπιβάτες μας.
Το σύμπαν συγχρονίστηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε εμείς οι δύο να έρθουμε σε επαφή, που η συνέχεια σε όλες τις πτυχές μας δεν είχε περιθώριο να διαφέρει. Ήταν κι αυτή σε απόλυτη σύμπνοια. Η άμεση εξοικείωση, η συγκατοίκηση, οι συζητήσεις του μυαλού που λάμβαναν μέρος μόνο με ένα βλέμμα, η ταύτιση στις κινήσεις. Σαν ένα άριστα παιγμένο μουσικό κομμάτι.
Κι όταν το πλήρωμα του χρόνου ήρθε και στην περίπτωσή μας, όπως εξάλλου έλεγες το «για πάντα» είναι ουτοπικό, θα μπορούσαμε να διαφέρουμε; Ήταν δυνατόν εμείς να μην ενσωματώσουμε τους ρόλους μας με απόλυτη επιτυχία; Γιατί, είναι δεδομένο πως για ρόλους πρόκειται, ενός καλοπαιγμένου θεατρικού που το βαφτίσαμε «χωρισμό». Πώς θα υστερούσαμε εκεί, αφού πάντα ήμασταν τόσο απόλυτα ταυτισμένοι.
Βέβαια, πλέον το «καθήκον» μας επίτασσε διαφορετικούς ρόλους. Ή μάλλον, για να το διατυπώσω ορθότερα, μας επίτασσε ρόλους αντίθετους. Πλέον, ο μουσικός σκοπός και το σενάριο που οφείλουμε να ακολουθήσουμε δεν είναι αυτό της απόλυτης σύμπνοιας, των ίδιων βημάτων επί σκηνής και της ίδιας κατεύθυνσης. Πλέον, ο καθένας θα πρέπει να δρα διαφορετικά απ’ τον άλλον. Όταν πλησιάζω απομακρύνεσαι. Όταν απομακρύνομαι, πλησιάζεις.
Ξέρεις, ποιο είναι το μαγικό, όμως; Ακόμα και σ’ αυτήν την αέναη, απ’ την ημέρα του χωρισμού μας, αντίθετη κίνηση, είμαστε απόλυτα συγχρονισμένοι. Δεν αλλάξαμε εμείς. Δε χάθηκε η σύνδεση που έχουμε. Απλά, ο εσωτερικός μας μαέστρος άλλαξε σκοπό. Επί του παρόντος, καλούμαστε ο ένας να κινείται αντίρροπα του άλλου.
Αυτή είναι η μαγεία μας. Ταυτιστήκαμε τόσο πολύ στην κοινή μας πορεία, αλλά και στην πορεία που ακολούθησε ο καθένας μόνος του. Η μοίρα, που έφερε τόσο απρόσμενα τον έναν στη ζωή του άλλου, δεν αντέχει να μας έχει χώρια και κάθε τόσο βρίσκει κάτι, ώστε τα νήματα μας να ακουμπάνε ξανά. Δεν αφήνει τον έναν να αποχωρήσει απ’ το μαγνητικό πεδίο του άλλου.
Από εκεί πηγάζει κι η απόλυτη σιγουριά μου, πως στην ιστορία μας δεν έχει γραφτεί ακόμα το τελευταίο κεφάλαιο. Δεν ξέρω ποιο θα είναι και πώς θα διαδραματιστεί ο επίλογος. Δυστυχώς, μέχρι στιγμής, δεν έχω πρόσβαση στον σκηνοθέτη και στον μαέστρο, ώστε να τους υπαγορεύσω ποιος θα είναι ο επόμενος σκοπός που θα κληθούμε να χορέψουμε.
Ξέρω, όμως, πως τόση αρμονία στο χώρο, στις ψυχές και στο μυαλό δε βρίσκεται κάθε μέρα. Βασικά, έχει τόσες πιθανότητες να συμβεί όσες και δύο άνθρωποι που κάθονται δίπλα-δίπλα σε ένα λεωφορείο μια μέρα, μετά από τρεις μήνες να αποκαλούν το ίδιο σπίτι, σπίτι τους. Εξ αρχής, αυτές ήταν οι πιθανότητές μας. Με αυτές ποντάραμε. Στην αρχή κερδίσαμε, μετά χάσαμε. Σε όλα, όμως, στο ποντάρισμα, στις νίκες, στις ήττες, στις χαρές και στις απογοητεύσεις, δώσαμε σάρκα κι οστά εναρμονισμένοι.
Ανυπομονώ, λοιπόν, για το επόμενο κεφάλαιό μας, για τον επόμενο σκοπό που θα ακολουθήσουμε μαζί, ευελπιστώντας ταυτόχρονα να είναι αυτός που θα μπλέξει εκ νέου, ίσως και με αδιαίρετο πλέον τρόπο, τα νήματα της ζωής μας.