Μα δε γίνεται να αντισταθείς; Δεν μπορείς. Το σκηνικό σε παροτρύνει να κάμψεις τις αναστολές σου και να υποκύψεις. Μια κρυφή απ’ τους πολλούς παραλία που λίγοι μόνο είναι παρόντες. Ένα ηλιοβασίλεμα τόσο μαγικό κι οι αισθήσεις χάνουν κάθε έλεγχο. Αλλά και μια συντροφιά που μπορεί να ζωντανέψει την κάθε σου επιθυμία μόνο με ένα άγγιγμα. Πώς είναι δυνατόν δυο σώματα να μείνουν μόνο σε μια απλή βουτιά στα δροσερά νερά όταν σιγοβράζει ένα τέτοιο «σε θέλω»; Απλά, δε γίνεται.

Κι αποφασίζεις να συγκρατηθείς γιατί τα βλέμματα τρίτων  γίνονται οι πρώτοι σκληροί κριτές της κάθε σου κίνησης. Μένεις μόνο σε μια αγκαλιά κι ένα φιλί στο λαιμό, που αν και πεταχτό μοιάζει ναρκωτικό στα χείλη σου καθώς το συνοδεύει ένας ελαφρύ αναστεναγμός που ερεθίζει κάθε ίντσα του κορμιού σου.

Δειλοί στο άκουσμα του αναστεναγμού επιλέγετε μια βουτιά στη θάλασσα, μήπως και σβήσει αυτό το καυτό αλλοπρόσαλλο πάθος, που σιγοβράζει και μήπως αυτή η επιθυμία της ένωσης που σαλεύει το πνεύμα, ηρεμήσει. Μα πώς να σβήσει μια τέτοια φλόγα όταν στο κρύο δυο σώματα γίνονται πιο εύκολα ένα. Εκεί, κάτω απ’ το νερό, τα κορμιά κρυμμένα απ’ τα ανεπιθύμητα βλέμματα των λουόμενων, μπορούν πλέον να βυθιστούν στα απρόσιτα έως τώρα βάθη της επιθυμίας.

Μαγεμένοι απ’ τις σειρήνες που ονομάζουμε ορμές και καθώς ο ήλιος εγκαταλείπει το σκηνικό, τα χέρια απλώνουν κι αρπάζουν τη σάρκα σαν αγρίμια. Κι όσο σκληρά φέρθηκαν στην πρώτη τους κίνηση, τόσο ήρεμα κι αισθησιακά διασχίζουν τώρα το κορμί. Με ένα γλυκό φόβο και μια ανησυχία για αδιάκριτα βλέμματα, αφαιρούν καθετί που μπορεί να μπει εμπόδιο στο πάθος τους.

Καθώς τα χέρια ορειβατούν στις απόρθητες κορυφές του κορμιού, αλλά και καταδύουν στα ανεξερεύνητα βάθη του, η σάρκα σείεται στην υποψία του οργασμού. Και χάνονται ξανά απ’ το κορμί, σου παραδίδουν την ελευθερία. Μα μη σε ξεγελάει η συμπεριφορά τους, γιατί είναι ύπουλα και βρίσκουν εύκολα το αδύνατο σημείο σου. Και τότε τα πιάνει η τρέλα για χορό και με ένα γαργαλιστικό χάδι, μια επαναλαμβανόμενη κίνηση σε ηλεκτρίζουν και σε αφήνουν έρμαιο των επιθυμιών τους.

Κι εκεί που πιστεύεις ότι όλα τελείωσαν, έρχεται η αίσθηση της αφής άλλη μία φορά να σε διαψεύσει. Το μυαλό παλεύει να επιλέξει ανάμεσα στο να αντισταθεί και στο να υποκύψει και να σωπάσει για πάντα. Μα καθώς το φως λιγοστεύει κι η μόνη συνοδεία στην όραση είναι η πανσέληνος, υποκύπτεις και χάνεται κάθε σύνεση και καθωσπρεπισμός, κάθε ηθική δικλείδα.

Όσο αυτό το παιχνίδι ανεβάζει κάθε ίχνος λίμπιντο στο ζενίθ, το φως της πανσελήνου δεν είναι ικανό να προδώσει κινήσεις κι αναστεναγμούς. Μια άδεια παραλία –με το φόβο μιας παρουσίας που δεν έγινε ποτέ αντιληπτή– και δύο κορμιά, που για απόψε την ονομάζουν κρεβάτι.

Γουλιά γουλιά απ’ το ποτό της σαρκικής επαφής τα δύο σώματα φτάνουν στο σμίξιμο στεριάς και θάλασσας. Εκεί στην αμμουδιά των αισθήσεων που οι επιθυμίες θα πράξουν τα ανάλογα ώστε να γίνουν ένα. Εκεί η επαφή γίνεται πιο ζωώδης καθώς το ένα σώμα μπαίνει στα εδάφη του άλλου και να νύχια σχίζουν τη σάρκα στον ευγενικό πόνο της εισχώρησης.

Δύο σώματα που διεκδικούν την ολοκλήρωση, βογγητά κι εκφράσεις προσώπου στηριγμένες σε ζωώδη ένστικτα και το απόλυτο πάθος, που θάβει καθετί ευγενικό κι αφήνεται στην άγρια ένταση της στιγμής.

Πλησιάζοντας στο αποκορύφωμα, οι αναστεναγμοί γίνονται όλο και πιο συχνοί. Οι δροσερές ανάσες, που πριν λίγο κολυμπούσαν στα νερά, τώρα ζεστές πειράζουν τους λοβούς των αφτιών και ψιθυρίζουν «μπορεί να μας δουν». Οι χαρακιές γίνονται όλο και πιο βαθιές στο κορμί, καθώς ο φόβος αδιάκριτα βλέμματα να αντικρίσουν το σκηνικό μεγαλώνει.

Τα φιλιά αρχίζουν να μεταμορφώνονται σε δαγκωνιές κι έχεις την εντύπωση πως ο έλεγχος χάθηκε εντελώς. Τη μαγική εκείνη στιγμή που μόνο κόλαση και παράδεισος μαζί θυμίζει, ένας θόρυβος κι η υποψία άλλης παρουσίας γίνονται μαχαιριά στο κορμί, μα και φωτιά στο λάδι του οργασμού. Αντί να γκρεμίσουν το κάστρο της ικανοποίησης, το χτίζουν πιο γρήγορα.

Αφήνουν την αδρεναλίνη, μα και την έξαψη της στιγμής να πάρουν τα ηνία. Και μέσα σε ένα κουβάρι αγωνίας, ανυπομονησίας, φόβου αλλά κι ηδονής, έρχεται η κορύφωση. Μα όχι οποιαδήποτε κορύφωση, η τέλεια, η ταυτόχρονη.

Κοίτα πόσο δυνατό και σιωπηλό μπορεί να είναι ένα στόμα στην κορυφή ενός οργασμού. Ένας αναστεναγμός που ελπίζεις να έμεινε κρυφός. Μια ολοκλήρωση. Όσα είσαι εσύ κι όσα είναι ο άλλος, ένα μείγμα γίνονται, μα βιάζεσαι να κρύψεις την ντροπή με μια πετσέτα και να λυθείς απ’ τα δεσμά της επαφής αυτής που πάντα ήταν μια σου φαντασίωση, αλλά ποτέ δεν πίστευες πως θα ζήσεις.

 

Συντάκτης: Βασίλης Δημόπουλος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη