Φιλία. Άλλοι την υποτιμούν κι άλλοι ευχαριστούν το θεό καθημερινά που την ζουν. Γιατί ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι μόνος. Δε φτιάχτηκε για να περάσει αυτή τη ζωή στη μοναξιά και τη μιζέρια. Γιατί είναι στη φύση μας να θέλουμε να μοιραστούμε τη χαρά και τη στεναχώρια μας. Γιατί αν δε μοιράζεσαι στιγμές και συναισθήματα, τι νόημα έχει;

Υπάρχουν κάποιοι μόνιμοι επισκέπτες στη ζωή μας απ’ την παιδική μας κιόλας ηλικία. Δέσαμε μαζί τους απ’ την πρώτη στιγμή τόσο φυσικά, σαν να μας γέννησε η ίδια μάνα. Υπάρχουν κι άλλοι, που ήρθαν σαν απλοί γνωστοί σε ένα σταθμό της ζωής μας και κατέληξαν κομμάτι μας. Μεγαλώνοντας αυτές οι φιλίες ωριμάζουν μαζί μας. Ανεβαίνουν κι αυτές τα σκαλοπάτια μας. Ανταλλάζουμε πτυχές μας για κάθε αλήθεια που ζήσαμε και μοιραστήκαμε συντροφιά.

Κι αν φανήκαμε τυχεροί, αν στα αλήθεια μας χαμογέλασε η τύχη, πήραν την καθημερινότητά μας και την έκαναν δικιά τους. Χαρήκανε μαζί μας. Κλάψανε παρέα μας. Πονέσανε κάθε που λυγίζαμε. Κι όταν σπάσαμε, αυτοί μας μάζευαν με τα χέρια τους. Και χωρίς να καταλάβουμε ποτέ και πώς, μας συναρμολογούσαν πάλι, σαν να μην γκρεμιστήκαμε ποτέ. Όταν εμείς δεν κοιτούσαμε, όταν σε κάθε δύσκολη στιγμή εθελοτυφλούσαμε.

Με αυτές τις μούρες πλάι μας δε χρειάζονται πολλά. Δεν υπάρχει ανάγκη να βρίσκουμε ανταλλάγματα ή καινούργιους τρόπους να τους κρατάμε στη ζωή μας. Μαζί τους κάναμε μια άτυπη συμφωνία, πως σε κάθε χαρά και φούρια μας θα είναι εκεί. Πριν καν τους το ζητήσουμε. Γιατί ξέρουν να μας σκανάρουν με τα μάτια και διαβάζουν όσα ποτέ δεν τους είπαμε.

Δεν τους είπαμε ποτέ πόσο φοβόμαστε τη μοναξιά κι όμως είναι πάντα εκεί, έστω και με ένα μήνυμα για να δουν αν φάγαμε κι αν είμαστε καλά. Δεν τους είπαμε πόσο πληγωθήκαμε για κάθε μαχαιριά που δεχτήκαμε μεγαλώνοντας, όμως αυτοί μας άνοιξαν μια τεράστια αγκαλιά και μας έκλεισαν μέχρι που σταματήσαμε να το σκεφτόμαστε.

Καθίσαμε μαζί τους ώρες ατέλειωτες κοιτώντας το κενό, χωρίς να θέλουμε να κάνουμε και να πούμε τίποτα. Όμως μονάχα η παρουσία τους ηρεμούσε ό,τι μέσα μας κόχλαζε. Δίπλα τους νιώσαμε οικεία, γνώριμα. Μας έδιναν το χέρι αθόρυβα για να το σφίξουμε, ανεβαίνοντας το επόμενο σκαλοπάτι. Έτρεξαν να μας συμπαρασταθούν χωρίς ποτέ να τους φωνάξουμε «βοήθεια». Γιατί αυτοί έμαθαν, με τα χρόνια και τις στιγμές που πέρασαν στο πλάι μας, να είναι εκεί χωρίς πολλά-πολλά. Χωρίς να πρέπει να βρούμε τα λόγια ή τον τρόπο να τους το ζητήσουμε. Γιατί ξέρουν αυτά που εμείς ποτέ δεν είπαμε.

Δεν ξέρω πόσο τυχερός υπήρξες στη ζωή σου. Δεν ξέρω, αλήθεια, τι λούκια πέρασες και ποια πίκρα σε έπνιξε. Ξέρω, όμως, πως αν έχεις έστω κι ένα δικό σου άνθρωπο, να ‘ναι πάντα εκεί, τα ‘χεις όλα. Εκείνος που ακόμα κι όταν νιώθεις μόνος, σου θυμίζει πως όλα θα πάνε καλά. Γιατί πρέπει να πάνε όλα καλά. Κι ας περνάμε μέσα από άγνωστους δρόμους, ας χάνουμε μεγαλώνοντας αυτά που τόσο αγαπήσαμε, έχουμε τουλάχιστον μια μούρη να χαμογελά μόνο για μας.

 

Συντάκτης: Χριστιάνα Παν
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη