Πόσο πολύ ισχύει ότι ζηλεύεις αυτούς που κράζεις. Το βιώνουμε καθημερινά κι όσο κι αν δε θέλουμε να το παραδεχτούμε αποτελεί μια σκληρή πραγματικότητα. Κράζουμε κάτι, σχολιάζουμε αρνητικά, όμως ενδόμυχα μας αρέσει, το θέλουμε, το ζητάμε και τελικά το ζηλεύουμε. Αυτό μπορεί να είναι ένα αντικείμενο, ένα ρούχο, ένα στιλ, μια συμπεριφορά.
Η πορεία των πραγμάτων έχει ως εξής: Βλέπουμε, αντιλαμβανόμαστε κάποιο αντικείμενο το οποίο δεν είναι δικό μας, αλλά μας αρέσει. Κι εντελώς αυθόρμητα μπαίνουμε στη διαδικασία να κάνουμε ένα αρνητικό σχόλιο, μια αρνητική κριτική, κάτι το οποίο θα θίξει τον κάτοχο του αντικειμένου. Αντίστοιχα, παρατηρούμε έναν άνθρωπο να τηρεί συγκεκριμένη στάση, να φέρεται μ’ έναν συγκεκριμένο τρόπο, με βάση τις δικές του αρχές και πρότυπα, και μπαίνουμε και πάλι στη διαδικασία να κριτικάρουμε έντονα κι αρνητικά αυτό που εκλαμβάνουμε, ξεκαθαρίζοντας πόσο αντίθετοι είμαστε μ’ αυτό και πως ποτέ δε θα προβαίναμε σε μια τέτοια ενέργεια ή ποτέ δε θ’ αντιμετωπίζαμε μ’ αυτόν τον τρόπο μια παρόμοια κατάσταση.
Το ζήτημα σ’ αυτήν την περίπτωση είναι για ποιο λόγο κάνουμε κάτι τέτοιο. Εδώ υπάρχει μία αντίφαση, μία εσωτερική πάλη. Από τη μια μας αρέσει το καπέλο ή η τσάντα του διπλανού μας κι απ’ την άλλη ωθούμε τον εαυτό μας να πειστεί πως δεν είναι κάτι της αρεσκείας μας και πως δεν ταιριάζει, ούτε σ’ αυτόν που το κατέχει. Ή παρατηρούμε πως ο τρόπος που ο φίλος μας αντιμετώπισε τη συγκεκριμένη κατάσταση και τα βήματα που έκανε ήταν τελικά τα ορθά, κι ενώ κατά βάθος συμφωνούμε, βρισκόμαστε στην αντίπερα όχθη και δηλώνουμε κατηγορηματικά πως εμείς θα δρούσαμε αλλιώς σε παρόμοια κατάσταση.
Κατά κάποιον τρόπο το «κράξιμο» κρύβει μια άρνηση της πραγματικότητας, η οποία δε μας αρέσει και κατ’ επέκταση μια ζήλια για κάτι που δεν έχουμε ή που δεν μπορούμε να χειριστούμε. Ας αναφέρουμε ένα παράδειγμα, ώστε να γίνει πιο κατανοητό το όλο σκεπτικό. Θα δούμε το φίλο μας να κρατάει στην καφετέρια που πήγαμε μια τσάντα ή το κινητό που θέλαμε να αγοράσουμε. Δεν μπορέσαμε εμείς να το αποκτήσουμε λόγω οικονομικών θεμάτων. Κάτι το οποίο μας αρέσει ουσιαστικά δεν το έχουμε, κι εν τέλει ερχόμαστε στην άσχημη θέση να κράξουμε αυτό που βλέπουμε λέγοντας πως δε μας αρέσει, δεν του ταιριάζει ή δεν είναι εύχρηστο αντίστοιχα.
Παρατηρούμε τη στάση που τήρησε ο συνάδελφος στην εργασία κι ενώ θα θέλαμε κι εμείς να είχαμε πράξει το ίδιο, αλλά δεν το πράξαμε λόγω φόβου ή αδράνειας, καταλήγουμε να κράζουμε αυτόν πως το χειρίστηκε λάθος και πως διαφωνούμε κάθετα μ’ αυτήν την αντιμετώπιση.
Όλα αυτά προέρχονται από δικές μας ανασφάλειες και φόβους, υπαρκτούς, είτε το γνωρίζουμε είτε όχι. Το γεγονός πως δεν μπορούμε να έχουμε κάτι που θέλουμε και το έχει άλλος, μας προκαλεί αισθήματα ζήλιας και μην μπορώντας να το αντιμετωπίσουμε ώριμα, καταλήγουμε να κράζουμε αυτόν που το έχει. Ή το γεγονός πως εμείς δεν μπορούμε ν’ αντιμετωπίσουμε ψύχραιμα ένα πρόβλημα και να το επιλύσουμε, ενώ κάποιος άλλος μπόρεσε, μας προκαλεί αισθήματα κατωτερότητας και συνακόλουθα ζήλια. Οπότε πάλι επιλέγουμε τον εύκολο δρόμο, αυτόν του κραξίματος, ώστε να νιώσουμε εμείς πιο όμορφα.
Το γνωρίζουμε μέσα μας πως όλο αυτό είναι λάθος, ξέρουμε ν’ αναγνωρίζουμε το σωστό και το όμορφο στον άνθρωπο που κράζουμε. Στην πραγματικότητα θα θέλαμε να το επικροτήσουμε, ή να το είχαμε κάνει εμείς ή να το είχαμε αποκτήσει κι εμείς. Τα αισθήματα όμως της ανασφάλειας, της κατωτερότητας και της ζήλιας μας οδηγούν στην πιο λανθασμένη συμπεριφορά. Κράζουμε γιατί ζηλεύουμε. Αυτή είναι η αλήθεια.
Αλλά είναι και κάτι το οποίο μπορούμε ν’ αποφύγουμε, βελτιώνοντας τις σχέσεις μας με τους γύρω μας, αλλά και την επικοινωνία μας με τον ίδιο μας τον εαυτό. Οπότε ας κάνουμε μια προσπάθεια να τα βρούμε με τον εαυτό μας κι ίσως αντιμετωπίζουμε διαφορετικά τις καταστάσεις.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου