Απ’ τη μέρα που γεννιόμαστε αυτομάτως ξεκινάει κι ο προγραμματισμός μας, αυτός που καθορίζει την αντίληψή μας για τον κόσμο και την κατανόησή μας για έννοιες όπως η αγάπη, ο έρωτας, ο πόθος κι άλλα τόσα. Ο προγραμματισμός αυτός επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, όπως η κοινωνία στην οποία μεγαλώνουμε, οι αντιλήψεις και συμπεριφορές των γονιών μας καθώς επίσης οι αντιλήψεις των ανθρώπων που μας πλαισιώνουν.
Έχουμε μεγαλώσει, λοιπόν, με συγκεκριμένες εικόνες για το τι σημαίνει «αγάπη», για το τι ακριβώς σημαίνει «συντροφικότητα» αλλά πρωτίστως για το βαθμό στον οποίο η αγάπη κι η συντροφικότητα μας ολοκληρώνουν ως ανθρώπους, δηλαδή πόση ανάγκη έχουμε αυτά τα συναισθήματα και βιώματα για να νιώσουμε πλήρεις, ολοκληρωμένοι ως οντότητες.
Για κάποιον ανεξήγητο λόγο ζούμε τις ζωές μας με στόχο να βρούμε το άλλο μας μισό, τον άνθρωπο που θα κολλήσει μαζί μας σαν ένα κομμάτι παζλ και με τον οποίο θα χαθούμε στο ηλιοβασίλεμα καθώς πέφτουν οι τίτλοι του «έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» -δεν ξέρω για εσάς, αλλά ανατρίχιασα ελαφρώς. Λίγο οι αμερικάνικες χολιγουντιανές παραγωγές, λίγο ο φόβος να μείνουμε στο ράφι (εκείνο με τα ποτά ή τα γλυκά, θα δείξει), λίγο οι βιβλικές αναφορές ότι η Εύα δημιουργήθηκε απ’ το πλευρό του Αδάμ, η παρουσία της έννοιας του «άλλου μισού» δε λέει να ξεκολλήσει απ’ το υποσυνείδητό μας.
Κι επειδή ακριβώς η έννοια του «άλλου μας χαμένου κομματιού» φαίνεται να είναι τόσο βαθιά ριζωμένη στην ψυχοσύνθεσή μας, γίνεται αυτοσκοπός να βρούμε αυτό τον άνθρωπο στον οποίο θα εναποθέσουμε όλες μας τις ελπίδες για την ολοκλήρωσή μας. Όσο αυτός ο κάποιος ή κάποια δεν εμφανίζεται, όλο και περισσότερο απελπιζόμαστε, όλο και περισσότερο μας βαραίνει η μοναξιά, όλο και περισσότερο το ραφάκι, που λέγαμε πιο πάνω, μας κλείνει το μάτι. Ειδικά αν κοντεύεις τα τριάντα και δεν έχεις παιδί ή έστω κάνει ένα γάμο, ξεκινάνε τα σχόλια του τύπου «μη στεναχωριέσαι, υπάρχει και για σένα ένα μισό κάπου εκεί έξω!» όσο εσύ πεθαίνεις να τους απαντήσεις ότι με μισή μερίδα δε χόρτασε ποτέ κανείς!
Θα το έλεγες κι ειρωνεία το γεγονός πως όσο περισσότερο ψάχνουμε για το άλλο μας μισό τόσο περισσότερο αποδεχόμαστε ότι είμαστε μισοί, αλλιώς γιατί να περιμένουμε από ένα άλλο πρόσωπο να μας ολοκληρώσει; Αλλιώς γιατί η πληρότητά μας να μην είναι αποτέλεσμα δικής μας εσωτερικής διεργασίας, αλλά να είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με ένα οποιοδήποτε άλλο άτομο; Στην τελική, γιατί ψάχνουμε για μισούς ανθρώπους κι όχι ολόκληρους;
Είναι πιθανόν η ανάγκη μας να βρούμε το τέλειο ταίρι, που θα μας συμπληρώσει και θα μας κάνει να νιώσουμε ολόκληροι, να είναι μια εντελώς λανθασμένη προσέγγιση στο θέμα σχέσεων κι έρωτα και τελικά αυτή η αντίληψη να είναι κι η αιτία του προβλήματος αντί για λύση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όλοι μας ψάχνουμε για τον άνδρα ή τη γυναίκα που θα αγαπήσει τα ελαττώματά μας και θα κατευνάσει τις φοβίες μας, παρ’ όλα αυτά το να αποζητούμε μια ολοκλήρωση, χωρίς εμείς οι ίδιοι να έχουμε δουλέψει ατομικά προς αυτή την ολοκλήρωση, βάζει τη σχέση σε λάθος βάση πριν καλά-καλά ξεκινήσει.
Ο έρωτας που όλοι ψάχνουμε, αυτό το μαγικό συναίσθημα που θα μας ξεκολλήσει απ’ τα όρια του πραγματικού και θα μας πάει κάπου ονειρεμένα, δεν επιτυγχάνεται μεταξύ δύο ανθρώπων που ψάχνουν απλά τη συμπλήρωση, αλλά είναι προϊόν δύο ανθρώπων που επιζητούν την εξέλιξή τους.
Ας σταματήσουμε, λοιπόν, να ψάχνουμε για το άλλο μισό κομμάτι της καρδιάς μας κι ας ξεκινήσουμε να ψάχνουμε για ολόκληρες καρδιές. Ας σταματήσουμε να αναζητούμε το κομμάτι που λείπει κι ας επιδιώξουμε το ολόκληρο, αφού πρώτα κι εμείς γίνουμε όσο το δυνατό πιο ολόκληροι.
Κάποιοι ίσως ισχυριστούν ότι όλα αυτά είναι απλά θεωρίες που μόνο για φιλοσοφική κατανάλωση μπορούν να είναι χρήσιμες. Ίσως κι εν μέρει να έχουν δίκαιο. Το μόνο σίγουρο είναι πως η αγάπη παίρνει σάρκα κι οστά σε εκείνο το μαγικό, τοσοδούλικο, χώρο που δημιουργείται όταν δύο άρτιοι κύκλοι τέμνονται.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη