Σήκωσα το τηλέφωνο κι απλά είπα: «Φιλαράκι, σήμερα δεν έχει έντονες συγκινήσεις και ξεσάλωμα. Ραντεβού οι δυο μας, περνάω να σε πάρω με τ’ αμάξι και πάμε με τις μπίρες μας μπροστά στο κύμα, θέλω να σου μιλήσω».

Και κάπως έτσι ξεκίνησα: «Μέρες τώρα τριγυρνάνε σκέψεις στο μυαλό μου. Βλέπω όλες αυτές τις αντιδράσεις σου και θέλω να καταλάβω. Γιατί; Γιατί πρέπει συνέχεια να είσαι στην τσίτα και μόνιμα απασχολημένος; Ή με μια βαλίτσα θα σε βρίσκω Παρασκευή απόγευμα στη δουλειά να μου λες ότι πάλι φεύγεις εκδρομή με φίλους, ή ατελείωτες ώρες σε παρέες τεράστιες παρτάροντας και διασκεδάζοντας (μέχρι τελικής πτώσεως) μέχρι να κλείσει και το τελευταίο μαγαζί για να βρεις το δρόμο να γυρίσεις. Και τις ελάχιστες φορές που δε θα ‘σαι στους δρόμους, θα μπλέκεσαι σ’ εφήμερες σχέσεις, που μόνο ευτυχισμένο δε σε κάνουν.

Σε παρατηρώ κι ακούω αυτό το γέλιο ν’ αντηχεί στ’ αφτιά μου, αυτό το γέλιο που πείθει όλη την υπόλοιπη παρέα πως είσαι καλά, όμως εμένα αυτό το γέλιο, το δυνατό, είναι που με κάνει να νιώθω ότι δεν είσαι καθόλου χαρούμενος. Απλά δε θέλεις να μπεις σε διαδικασίες, δε θες να μας επιβαρύνεις, δε θες να δεις, ίσως δεν αντέχεις να δεις. Αν λέω φιλοσοφίες κι είσαι μια χαρά, τότε κάνουμε μπάνιο και πάμε να βρούμε τους άλλους. Αν όμως κάτι υπάρχει εκεί μέσα στο ξερό κεφάλι σου, μίλα!».

Κι όχι, δεν πήγαμε να βρούμε τους άλλους, αλλά μετά από πέντε λεπτά απόλυτης σιωπής, φτάσαμε το ξημέρωμα να ‘χεις κάνει την αυτοκριτική σου και ν’ αγκαλιαζόμαστε λέγοντας ο ένας στον άλλον πόσο τυχεροί είμαστε που δε σιωπήσαμε.

Πόσοι είναι αυτοί που βιώνουν αυτές τις καταστάσεις; Πόσοι είναι αυτοί που αφήνουν τις ώρες, τις μέρες, τα χρόνια, με το φόβο ν’ αντικρίσουν την πραγματικότητα. Το μόνο που ‘χουν κάνει είναι να χρονοτριβούν, να αποφεύγουν τον εαυτό τους, αυτό τον εαυτό που τον θεωρούν κριτή, τον θεωρούν ένα άγνωστο που πρέπει να του κρυφτούν.

Το να βάλουν τον εαυτό τους απέναντι, γυμνό από δικαιολογίες κι ελαφρυντικά, τους προκαλεί πανικό. Οπότε η αναβολή είναι ένας τρόπος φυγής. Μια ψευδαίσθηση, ότι με το πέρασμα του χρόνου κάτι θ’ αλλάξει και θα περάσει. Λες κι είναι ένα κρυολόγημα για να περάσει. Και δεν αλλάζει τίποτα, γιατί η μόνη αλλαγή έρχεται από εμάς, απ’ το μέσα μας, απ’ τις δικές μας αποφάσεις.

Το να παρατηρείς τον εαυτό σου, να βλέπεις ποιες είναι οι ανάγκες του, ποια είναι τα κίνητρα και ποια είναι τα αδύναμα σημεία του, χωρίς να τον καταδικάζεις, δεν είναι καθόλου εύκολο. Αυτόματα μόλις τ’ εντοπίσεις, αρχίζεις την κριτική και την αυστηρή αξιολόγηση, όμως μένεις εκεί, αντί να τα δεις, να τ’ αναγνωρίσεις, να τ’ αποδεχτείς και να μπεις στη διαδικασία εύρεσης λύσεων.

Όποιος έχει βρει τη δύναμη να μπει εκεί βαθιά, να προχωρήσει στα σκοτεινά σημεία και να μη σταθεί απλά στον αφρό και στην επιφάνεια, έχει βγει νικητής. Έχει δει, έχει ξεσκαρτάρει, έχει ανακαλύψει νέα μονοπάτια κι επιλέγοντας ποιον δρόμο θ’ ακολουθήσει, έχει φύγει απ’ τη συναισθηματική μοναξιά κι έχει μπει στη δράση.

Αυτή η δράση τον έχει μάθει να δεσμεύεται, ν’ αναλαμβάνει την ευθύνη και να τολμά. Να τολμά με το ρίσκο να αποτύχει, αλλά να ζει! Να ζει το σήμερα, να ζει τις καταστάσεις, να μη φθείρει τον εαυτό του επιβάλλοντάς του να φοράει το ψεύτικο χαμόγελο και να δυστυχεί. Κοίτα κατάματα μες στον καθρέφτη.

Συντάκτης: Ελένη Τουρλούκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη