Όλα κι όλα. Τα σεβόμαστε τα ντουβάρια. Λίγο πολύ βασιζόμαστε πάνω τους για την ασφαλή οικοδόμηση των σπιτιών μας. Τα θέτουμε, λοιπόν, στην υψηλή επιστασία μας και τα βάφουμε σε χρώματα της αρεσκείας μας. Ύστερα τα μοστράρουμε με στιλ και υπερηφάνεια σε φίλους και γνωστούς. Δεν εμπλεκόμαστε σε καβγάδες μαζί τους κι έτσι δε διακυβεύουμε τα συμφέροντα και τη σωματική μας ακεραιότητα.

Τι γίνεται, ωστόσο, όταν δύο ξεροκέφαλοι σμίγουν, ερωτεύονται, κεραυνοβολούνται; Τότε συνάπτουν τη θρυλική σχέση-ντουβάρι και η ιστορία πανικόβλητη σκίζει τις σελίδες που δεν εγκρίνονται.

Ο πεισματάρης στέλνει αδιάβαστο ακόμη και τον πλέον φημισμένο δάσκαλο γιόγκι. Μπαίνει στο μοναστήρι της μακρινής Ανατολής και χαιρετά ζεστά μέχρι και την πεταλούδα. Γοητεύει θεούς και δαίμονες με την εγκαρδιότητά του. «Μα τι καλόβολο πλάσμα, τι συμπαθητικό και συνεργάσιμο», αναφωνούν συντονισμένα οι πρωτοξάδερφοι του Δαλάι Λάμα. Μέχρι που η μοιραία στιγμή φτάνει.

Η στάση του σκύλου ξυπνά στον επισκέπτη το παιδικό τραύμα του δαγκώματος στην πλατεία του χωριού. Εισηγείται τάχιστα την αντικατάστασή της απ’ τη στάση της γάτας. Οι μοναχοί αρνούνται. Ο φίλος μας επιμένει. Ύστερα κοκκινίζει από οργή. Μη στα πολυλογώ, τελικά παρατά το διαλογισμό στη μέση κι επιστρέφει στην πόλη. Στη διαδρομή περνά δέκα, κόκκινα φανάρια και εισπράττει γενναιόδωρες μούντζες,

Όταν δύο αγύριστα κρανία ανταμώσουν, οι γιόγκι λησμονούν τις βαθιές αναπνοές και στερεύουν από οξυγόνο. Οι τύποι σκάνε και γάιδαρο, όχι αστεία. Κάθονται στον καναπέ αγκαλίτσα και την περνούν ζάχαρη. Άξαφνα ανακαλύπτουν πως ο ένας προτιμά για το βράδυ τους ταινία δράσης κι ο άλλος ρομάντζο. Αρχικά, βάζουν μπροστά το δημοκρατικό τους φρόνημα και ξεστομίζουν το ανώτερο: «Θα βρούμε μια συμβιβαστική λύση. Αγάπη να υπάρχει».

Σου υπενθυμίζω, βέβαια, πως οι βασιλείς διέταζαν αποκεφαλισμούς υπηκόων και με την υπόνοια ακόμη της επανάστασης. Παλιές κι αγαπημένες εποχές, τι να λέμε. Σήμερα απλώς ξεκινούν μια πολύωρη ανάλυση, εκθέτοντας λεπτομερώς τα σκέλη της οπτικής τους. Αφού στερέψουν από επιχειρήματα καταλήγουν σε φράσεις-σοκ τύπου: «Ξέχασες τα γενέθλιά μου πριν πέντε μήνες και συνεπώς μου χρωστάς μία χάρη».

Οι ξεροκέφαλοι ενδεχομένως και ν’ αγαπιούνται εις βάθος. Ωστόσο, γι’ αυτούς η καθημερινότητα διακοσμείται αυστηρά απ’ το προσωπικό τους γούστο. Εμμένουν στη μάρκα αντηλιακού, στα πικάντικα φαγητά, στο παγωτό με πικρή σοκολάτα και στο ποδήλατο με φρένο τις εντολές τους. Επιθυμούν να επιβάλλουν την άποψή τους, όχι απαραίτητα από ναρκισσισμό ή κυριαρχική διάθεση, μα επειδή πράγματι πιστεύουν πως έχουν δίκιο, πως είναι για το καλό σου, μη σου πω για το καλό όλης της ανθρωπότητας.

Η σχέση των πεισματάρηδων πλήττεται κάπου-κάπου από ρητορικές φουρτούνες. Μαλώνουν για τον ιδανικό βαθμό πλυσίματος ρούχων, για το πιο υγιεινό γεύμα, για το πλέον δημοφιλές χρώμα του φετινού καλοκαιριού, για το φίλο τους τον Γιάννη που βρίσκεται σε δίλημμα ανάμεσα στην Άννα και τη Γιώτα -απολογούμαι που επεμβαίνω, αλλά να διαλέξει την Άννα. Η Γιώτα ανήκει στις φεμινίστριες που ράβουν τα σουτιέν και ξεχνούν τους φίλους τους μόλις πλευρίσουν το κελεπούρι. Ακούστε με κι εμένα. Κάτι γνωρίζω. Από πρώτο χέρι.

Προς Θεού, προς Βούδα ή προς ό,τι άλλο ασπάζεσαι, μην επιχειρήσεις ποτέ να συνετίσεις τα συμπαθή ντουβάρια. Βαθιά μέσα τους την επιζητούν τη διαμάχη. Αρέσκονται, βλέπεις, στις λεπτομερειακές αναλύσεις, γιατί έτσι βγάζουν απ’ τη φαρέτρα τους εμπνευσμένες ομιλίες και νιώθουν για λίγο λαοφιλείς πολιτικοί.

Κάτι ακόμη. Η σχέση των πεισματάρηδων αποδεικνύεται παραδόξως– εξαιρετικά ανθεκτική.  Έτσι επίμονοι, όπως γεννήθηκαν, υποφέρουν και στην ιδέα ακόμη πως προέβησαν σε λανθασμένη επιλογή συντρόφου. Αγωνίζονται λοιπόν μέχρι τελικής πτώσεως για τον έρωτά τους. Χασμουριούνται με τα μέτρια και γυρεύουν μονάχα το ιδανικό και ουσιαστικό, το παθιασμένο και συγκλονιστικό. Στο κάτω-κάτω, ξέρεις ποιοι είναι αυτοί; Οι ολόσωστοι κι ανεπανάληπτοι που αξίζουν το καλύτερο. Δηλαδή εσένα.

Εσένα που παλεύεις να τους πείσεις πως κατά βάθος λατρεύουν το σούσι, τον Παναθηναϊκό, τις φιλοσοφικές συζητήσεις και τα έτερα ντουβάρια-αδερφές ψυχές τους.

 

Συντάκτης: Κατερίνα Τσιτούρα
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου