Εκείνη η ερωτική επιστολή που κάποτε τόλμησες κι έστειλες. Ή εκείνη που έμεινε αποθηκευμένη σε κάποια πρόχειρα να τη σκονίζουν οι αμφιβολίες. Αυτόματες καταγραφές ή δομημένες εξομολογήσεις, είναι τα δικά σας αληθινά ερωτικά γράμματα και τα θέλουμε. Τόλμησε να τα μοιραστείς μαζί μας και με το πρόσωπο που απευθύνονται. Τα περιμένουμε στο info@ pillowfights.gr με τίτλο «Συστημένα».
Εξομολογείται η Β.
Νόμισα πως σε είδα. Χθες βράδυ, κλείνοντας την εξώπορτα του σπιτιού μου. Ατημέλητη (καθόλου επιμελώς) χωρίς φρου-φρου κι αρώματα. Με κείνες τις φόρμες που φοράω μες στο σπίτι, για να πιστέψω ακόμα κι εγώ πως η βραδινή μοναχική μου βόλτα στην παραλία ήταν στο πλαίσιο της καθημερινής γυμναστικής μου. Ήξερα πως κόντευα να σκάσω, δεν άντεχα να μείνω ούτε λεπτό ακόμα μες στους τέσσερις τοίχους.
Τώρα για το ότι κόντευα να σκάσω δεν ξέρω αν φταίνε τα περιττά κιλά που εσύ βάφτιζες πάντα γοητευτικές καμπύλες, κάτι pancakes που με φλέρταραν πριν κάνα δίωρο και δεν μπόρεσα να τους αντισταθώ ή η για ακόμα μια φορά σκατά ψυχολογία μου.
Νόμισα πως σε είδα. Την ώρα που εγώ έβγαινα, περνούσες ακριβώς από μπροστά μου. Τα μαλλιά σου ίδια κι απαράλλαχτα και στο κεφάλι σου εκείνα τα γυαλιά που είχαμε διαλέξει μαζί, εκείνη τη φορά που σε τραβολογούσα στην αγορά κι αν κι είχες αγανακτήσει, δεν γκρίνιαξες ούτε λεπτό. Τα μάτια σου το ίδιο λαμπερά όπως τότε που με κοιτούσες.
Κοντοστάθηκα. Δεν ήθελα να πέσω πάνω σου. Για λίγα δευτερόλεπτα παρακολούθησα το βηματισμό σου, έχοντας πράγματι την απορία αν ήσουν όντως εσύ, αν ήταν κάποιος που σου μοιάζει απίστευτα ή αν το μυαλό μου φαντάστηκε μια τέτοια ομοιότητα, επιδιώκοντας να σε δει ξανά έστω και για λίγο. Καθώς προχώρησες –δυο βήματα και μόνο ήταν αρκετά– σιγουρεύτηκα.
Δεν μπορεί να ήσουν εσύ. Τι δουλειά θα είχες εσύ εδώ; Μία φορά είχες έρθει όλη κι όλη όταν πρωτομετακόμισα. Γιατί να ξαναπερνάς τέτοια εποχή μπροστά από ένα σπίτι που απέχει τριακόσια χιλιόμετρα απ’ το πατρικό σου κι εκατό απ’ το σπίτι σου; Και λογικά να το σκεφτείς, δεν ήσουν εσύ. Όχι ότι μέσα μου δε θα το ήθελα, μα τη στιγμή που κοιταχτήκαμε θα είχες κοντοσταθεί κι εσύ, δεν μπορεί, αν ένιωθες πως με ξέρεις.
Εξάλλου, για να είμαι ειλικρινής, σε πρόδωσαν και τα οπίσθια. Ο κώλος εκείνου του περαστικού δεν πιάνει μία μπροστά στο δικό σου και, πίστεψέ με, θα τον αναγνώριζα από χιλιόμετρα. Πάρ’ το σαν κομπλιμέντο και σου επιτρέπω να κοκκινίσεις, όπως τότε που με κοίταζες με ένα πολλά υποσχόμενο βλέμμα.
Δε σε ακολούθησα, έστριψα απ’ την άλλη. Μακάρι, άγνωστε περαστικέ, να περνούσες άλλη μια φορά. Για να σε κοιτάξω με όλο το ρεαλισμό μου και να καταλάβω αν όντως η ομοιότητά σου με εκείνον, τον πρώτο έρωτα, είναι αξιοσημείωτη ή αν το μυαλό μου, θέλοντας να με παιδέψει και να με ταξιδέψει στα παλιά –στις εποχές που μόνο χαμογελούσα–, σε έκανε να μοιάζεις τόσο πολύ με ‘κείνον που αγάπησα περισσότερο από κάθε άλλο.
Νόμισα πως σε είδα, μα καλύτερα τελικά που δεν ήσουν εσύ. Καλύτερα, γιατί θα έμπαινα στον πειρασμό να σε σταματήσω, ίσως σου πρότεινα να ανέβεις σπίτι μου και να μιλήσουμε ως το πρωί. Ποτέ δεν είσαι εσύ. Και δεν το λέω με παράπονο. Ευτυχώς, ποτέ δεν είσαι εσύ. Τη στιγμή που θα σε ξαναδώ, θα ήθελα να την παραγγείλω. Όχι τόσο για να βγω στην πένα, αλλά για να προετοιμαστώ μέσα μου, να χαμογελάσω και να σταθώ μπροστά σου όπως τότε.
Νόμιζα πως σε είδα, μα το ξέχασα κιόλας. Γιατί τελικά δε σε είδα. Γιατί τελικά δεν ήσουν εσύ, αλλά οι αναμνήσεις μας που δοκιμάζουν να κατακτήσουν λίγο χώρο στις σκέψεις μου.