Φυτεύουμε ένα δέντρο και περιμένουμε υπομονετικά μέχρι να μεγαλώσει και ν’ αποφέρει καρπούς. Μετά από καιρό το δέντρο καρποφορεί, μα βγάζει, δυστυχώς, μόνο δύο καρπούς, απ’ τους οποίους ο ένας είναι σε άριστη κατάσταση, ενώ ο δεύτερος φαίνεται κατεστραμμένος.
Τότε, εμφανίζεται κάποιος που θέλει να δοκιμάσει απ’ τους καρπούς του δέντρου μας κι έτσι τίθεται το δίλημμα: Να του δώσουμε τον καλό καρπό, όσο κι αν θέλουμε να τον γευτούμε εμείς, ή να του προσφέρουμε το χαλασμένο καρπό, για να πάρουμε τον ωφέλιμο;
Ας υποθέσουμε ότι αποφασίζουμε να του δώσουμε τον καλό καρπό και να γευτούμε εκείνον που φαίνεται χαλασμένος. Τότε, θα πρέπει ν’ αναρωτηθούμε αν παραχωρήσαμε τον καλό καρπό, προκειμένου να ωφελήσουμε εκείνον που ήθελε να τον δοκιμάσει, ή αν είχε πιο εγωιστικούς σκοπούς το κίνητρο πίσω απ’ την πράξη μας.
Το πιο πιθανόν είναι πως η παραχώρηση του καλού καρπού δεν έγινε γιατί θέλαμε να ωφεληθεί ο άνθρωπος που θα τον δοκίμαζε περισσότερο από εμάς. Η αλήθεια είναι πως θα προτιμούσαμε να δώσουμε τον καλό καρπό και να πάρουμε εμείς το χαλασμένο από υπερηφάνεια, γιατί δε θα καταδεχόμασταν να πει ο άλλος για το δέντρο μας πως δε βγάζει καλούς καρπούς ή ν’ αμφισβητήσει τη δουλειά που κάναμε και να σκεφτεί ότι δεν ξέρουμε πώς να μεγαλώσουμε ένα δέντρο.
Το ίδιο κίνητρο, λοιπόν, μπορεί να έχουμε και στη σχέση μας κι η υπερηφάνεια μας να μας εξωθεί σε συμπεριφορές, που θα ωφελούν περισσότερο το σύντροφό μας απ’ ό,τι εμάς. Τότε, θα του δίνουμε να γευτεί εκείνος όλους τους «ωφέλιμους καρπούς» της σχέσης μας και θα παίρνουμε τους υποδεέστερους, όχι απ’ την καλοσύνη μας, αλλά επειδή δε θα καταδεχόμαστε να είναι μαζί μας και να γεύεται απ’ τα δικά μας χέρια «χαλασμένους καρπούς».
Με λίγα λόγια, θα θέλουμε ο σύντροφός μας να περνά καλά δίπλα μας, ακόμη και καλύτερα απ’ ό,τι θα περνάμε εμείς, όχι απαραίτητα επειδή νοιαζόμαστε περισσότερο γι’ αυτόν απ’ ό,τι για τον ίδιο μας τον εαυτό, αλλά γιατί μας προσφέρει μεγαλύτερη ικανοποίηση να ξέρουμε πως γεύεται τα καλύτερα κοντά μας, απ’ το να κάνουμε ό,τι ευχαριστεί εμάς περισσότερο και να υποψιαζόμαστε πως δυσανασχετεί με τη σχέση μας.
Βλέπουμε, έτσι, πως αν είμαστε περήφανοι κάνουμε πιο εύκολη τη συνύπαρξη για το σύντροφό μας κι ότι η δική μας ικανοποίηση αντλείται απ’ το γεγονός πως ξέρουμε ότι περνά καλά δίπλα μας.
Η υπερηφάνειά μας, λοιπόν, μας αναγκάζει να καταπνίγουμε τις υπερβολικές αντιδράσεις που θα είχαμε και να μη δείχνουμε σε μεγάλο βαθμό ότι ζηλεύουμε, για παράδειγμα, προκειμένου να εξαφανίσουμε την υπόνοια ότι ο σύντροφός μας δυσφορεί κοντά μας. Έτσι, θ’ απομακρύνουμε όσο μπορούμε τις ακραίες εκδηλώσεις απ’ τη σχέση μας, για ν’ αποσοβήσουμε την ταπείνωση, να μας θεωρήσει παράλογους και πιεστικούς.
Οι υπερήφανοι άνθρωποι στις σχέσεις δε θέλουμε να αισθανθεί ο σύντροφός μας ότι του στερούμε την ελευθερία του. Θέλουμε να βγαίνει και μόνος του, να περνά καλά και δεν υποκρινόμαστε όταν τον προτρέπουμε να το κάνει. Αντιθέτως, χαιρόμαστε όταν τον βλέπουμε να είναι βέβαιος πως δε θα φέρουμε αντιρρήσεις κι ότι δε θα ενοχληθούμε, όταν μας ανακοινώνει πως θέλει να κάνει κάτι και χωρίς εμάς.
Όταν είμαστε υπερήφανοι αντλούμε ευχαρίστηση, ακόμη κι απ’ τις υποχωρήσεις μας μέσα σε μια σχέση. Δε διστάζουμε να κάνουμε πίσω όταν ο σύντροφός μας δε συμφωνεί μαζί μας κι ικανοποιούμαστε απ’ την ανωτερότητα που δείξαμε, όπως κι απ’ την ωριμότητα ν’ απαλλάξουμε τη σχέση μας από πείσματα κι από παιδιάστικους εγωισμούς. Η υποχώρηση παίρνει τη μορφή επιτεύγματος και καμαρώνουμε όταν προβαίνουμε σ’ αυτήν.
Έτσι, λοιπόν, μόλις μεγαλώσει το δέντρο της σχέσης μας και βγάλει καρπούς, δε θα ταλαντευτούμε καν ανάμεσα στο δίλημμα αν πρέπει να γευτούμε εμείς τον καλό καρπό ή αν πρέπει να τον δώσουμε στο σύντροφό μας. Χωρίς δισταγμό, θα παραχωρήσουμε το ωφέλιμο φρούτο στο σύντροφό μας και θα ικανοποιηθούμε μόνο βλέποντας την ευχαρίστησή του, όταν θα το δοκιμάζει.
Επιμέλεια κειμένου: Αναστασία Νάννου