Σας λέει κάτι η φράση «ίντα κάμεις επαέ, ωρέ σύντεκνε;!». Λογικά αν είσαι παιδί της πόλης, ειδικά της πρωτεύουσας, χρειάζεσαι μεταφραστή αν δεν έχεις έρθει σε επαφή με άνθρωπο που μιλά το ιδίωμα του τόπου του.
Πέρα απ’ την κοινή ομιλουμένη που είναι κατανοητή για κάθε πρωτευουσιάνο και μη, υπάρχουν κάποιες διάλεκτοι, χαρακτηριστικές κάθε τόπου που πηγάζουν απ’ τις παραδόσεις, τα έθιμα και τα ιδιαίτερα γνωρίσματά του.
Υπάρχουν, λοιπόν, τοπικά ιδιώματα στη χώρα μας κι άνθρωποι, γαλουχημένοι στις ιδιαίτερες πατρίδες τους και περήφανοι γι’ αυτές, που ξεχωρίζουν ανάμεσα στους υπολοίπους με την περίπλοκη (καμιά φορά) γλώσσα που μπορεί να φέρει ο τόπος καταγωγής τους.
Άνθρωποι αυθεντικοί, ποιοτικοί, γνήσιοι, γεμάτοι καμάρι για όσα εκπροσωπούν. Είναι, άλλωστε, αυτοί που μας θυμίζουν (ή μάλλον δε μας αφήνουν να ξεχάσουμε) τις ομοιότητες και τις διαφορές αυτού του λαού, που στη βάση του μπορεί να ‘ναι ίδιος, αλλά κουβαλά στοιχεία που ξεχωρίζουν κάθε περιοχή και κάθε κοινωνική ομάδα, κρατώντας ζωντανή την παράδοση και την ιστορία κάθε τόπου.
Κύπριοι, Κρητικοί, Βλάχοι, Αρβανίτες, Θεσσαλονικείς, νησιώτες κι η λίστα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους όταν μιλούν δεν έχει τελειωμό! Βόρειοι, νότιοι με αρκετές διαφορές σε μια κατά βάση κοινή γλώσσα και παράλληλα μια ξεχωριστή αγάπη για τον τόπο τους κι έναν αμοιβαίο σεβασμό για την καταγωγή του άλλου.
Κι αφού όλες (ή σχεδόν όλες) οι ιδιάζουσες μορφοποιήσεις της ελληνικής γλώσσας φανερώνονται μπροστά σου κατά τη διάρκεια της ζωής σου, κι αφού γνωρίζεις ανθρώπους από διαφορετικές πόλεις και μέρη με αλλιώτικα έθιμα και πολιτισμικά γνωρίσματα, βρίσκεις ευκαιρία να εμπλουτίζεις διαρκώς το λεξιλόγιό σου, παίρνοντας δάνεια από κάθε τέτοια μοναδική συναναστροφή.
Γιατί χάνεις αν δεν έχεις γνωρίσει έστω και μία φορά στη ζωή σου άνθρωπο που μιλά με «νι» και «λι», κι όχι καθόλου αστείο δεν είναι και μην το συγκρίνεις με το τραγούδι της Αμαλίας απ’ το «Στο παρά 5» (φιλίιι, φιλίιι με λυτρώνεις), μην το συγκρίνεις με τίποτα ψεύτικο, υπερβολικό κι επιτηδευμένο, που προσπαθεί αποτυχημένα να μιμηθεί το αυθεντικό. Μιλάμε για μια αληθινή, αυθόρμητη κι αβίαστη προφορά που βγαίνει τόσο φυσικά κι όσο περίεργη κι αν ακουστεί αρχικά στα αφτιά σου, επιβεβαιώνει τη μοναδικότητα αυτών των ανθρώπων και σιγά-σιγά σε γοητεύει.
Γιατί δεν έχεις ιδέα τι πάει να πει μπρίο ενός ανθρώπου που μιλάει βλάχικα όταν λέει «ασκούλταε αουά, ασκούλτε αό» (άκου εδώ) κι ενώ πήγες πρόσφατα στον ωριλά εσύ να μην καταλαβαίνεις Χριστό. Κι αν δεν ακούσεις νησιώτη (ειδικά απ’ το Ιόνιο) να μιλάει ρυθμικά και τραγουδιστά, αν δεν έχεις ακούσει Κρητικό να λέει κάποιον «παράωρο» (χαζούλη, ανεπιθύμητο), αν δεν έχεις ενδώσει στην πιο ελκυστική πρόταση Βορειοελλαδίτη «Να με φέρεις κιμά να σε κάνω κεφτέδες» κι αν ακούς όζα από στόμα Θεσσαλονικιού και κοιτάς το ταβάνι αντί για τα νύχια σου, δεν ξέρεις τι εμπειρίες χάνεις απ’ τη ζωή σου.
Όσο για τους Κύπριους, «μάνα μου, ρε» τι να πεις; Κάθεσαι και τους χαζεύεις ενώ μιλάνε, αν κι αρχικά δεν καταλαβαίνεις γρι, μέχρι να κάνεις ιδιαίτερα μαθήματα απ’ την πολλή παρέα μαζί τους και να αρχίσεις να πετάς κι εσύ «πελλάρες».
Είναι όμορφη εμπειρία η επαφή με κάτι σπάνιο, διαφορετικό κι ακόμη πιο ενδιαφέρον ο διάλογος με ανθρώπους με τόσο ιδιαίτερα γλωσσικά ιδιώματα. Η συναναστροφή μαζί τους όχι μόνο θα εμπλουτίσει το λεξιλόγιό σου, αλλά και θα σε βάλει λίγο πιο βαθιά στα δικά τους ιδιαίτερα πολιτισμικά γνωρίσματα. Μπορεί κάποιες στιγμές να μην καταλαβαίνεις λέξη απ’ αυτά που θα σου λένε, μπορεί κι εκείνοι να απολαμβάνουν κατά βάθος το γεγονός ότι σου μιλάνε στα γλωσσικά τους νερά, πειράζοντάς σε μέχρι να καταλάβεις, μα ένα είναι βέβαιο: Η ποικιλομορφία κι η διαφορετικότητα σε όλες τις ντοπιολαλιές είναι τουλάχιστον γοητευτική.
Φαντάσου να μην υπήρχαν ιδιώματα, να μιλούσαμε όλοι με το ίδιο λεξιλόγιο και τον ίδιο ρυθμό. Δε θα ήμασταν εντυπωσιακά διαφορετικοί, ίσως μόνο κάπως βαρετοί!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη