Ακόμα και στις πιο λυρικές ή γλαφυρές περιγραφές είναι ο μόνος ήχος που δεν έχει κανένα τρόπο να περιγραφεί. Λέμε πάντα κάμποσα «σαν εκείνο, σαν το άλλο», ψάχνουμε εικόνες να ταιριάζουν, νοήματα να κολλάνε, προσπαθούμε να θυμηθούμε όσα του μοιάζουν, αλλά και πάλι κάτι λείπει. Ποτέ δεν τα έχουμε πει όλα. Αλήθεια, πώς περιγράφεται το γέλιο;

Πώς χωράει σε σωστές λέξεις, που να λένε την αλήθεια, κάτι που βγαίνει από μέσα σου χωρίς να ξέρεις από πού. Όπως συνάμα δεν ξέρεις και πού βρισκόταν αυτό που το προκάλεσε να βγει από μέσα σου. Δεν ξέρεις –και λογικά ποτέ δε θα ξέρεις– σε ποια μεριά ακριβώς μέσα σου υπάρχει αυτή η χορδή που κάποιος τράβηξε κι έβγαλε ένα τόσο προσωπικό ήχο. Άλλο τόσο προσωπική είναι κι η σχέση με όσους μας κάνουν και γελάμε. Ακόμα κι αν δεν είναι στη ζωή μας κάθε μέρα, ακόμα κι αν δεν τους ξαναδούμε ποτέ και συνέβη μόνο μία κι έξω. Δεν τους ξεχνάμε ποτέ.

Αυτούς που έχουν χιούμορ, αυτούς που μας ανανέωσαν για λίγο ή για πολύ τα κύτταρα, προκαλώντας μας μια ακάλεστη αλλά τόσο καλοδεχούμενη πάντα ευφορία. Εν μέσω αυτής πολλές φορές πιάνουμε τον εαυτό μας να κοιτάμε με απορία ανάμικτη με θαυμασμό για το τι είπε ο άνθρωπος εκείνος και πώς κατάφερε να το σκεφτεί. Σε μια μικρή ανάπαυλα της γενικότερης διασκέδασής μας επιβεβαιωνόμαστε για όσα υποψιαζόμασταν που απαντάνε κυρίως στο πώς το σκέφτηκε.

Το χιούμορ είναι δείκτης ευφυΐας κι όχι δείκτης χαράς ή ευτυχίας που έχει το άτομο εκείνο και μεταδίδεται και σε μας. Είναι ίσως η ισχυρότερη ένδειξη για το τι έχει μέσα στο κεφάλι του κάποιος και σίγουρα ξεχωρίζει και στο δικό σου τον πρόλογο για το ποιος είναι. Και επειδή πια το ξέρουμε ως ενήλικα, λογικά όντα ότι τα πάντα ξεκινάνε απ’ το μυαλό. Και τα άλλα όργανα υπάρχουν απλά για να μας δυσκολεύουν την ήδη απάλευτη ενηλικίωσή μας, όταν κάποιος λοιπόν μπει μέσα στο μυαλό μας και το γεμίσει με αυτόν τον τόσο προσωπικό δικό μας ήχο, είναι έστω κι άθελά του ακαταμάχητος.

Ίσως βέβαια κι εντελώς άθελά του, γιατί το χιούμορ δε διδάσκεται. Είναι απ’ τα λίγα (αν όχι το μόνο χαρακτηριστικό) που δεν μπορείς να καλλιεργήσεις σε κάποιον. Όπως δεν μπορείς να του μάθει να γελάει, έτσι δεν μπορείς να του μάθεις να κάνει και τους άλλους να γελάνε. Κυρίως γιατί όταν το κάνει δεν είναι αυτή η επιδίωξή του, αυτή είναι η προσωπικότητά του και σκορπάει αδιάκριτα στην ατμόσφαιρα.

Σε μια άλλη πιο βαθιά πτυχή του χιούμορ βρίσκεται ο αυτοσαρκασμός, μόνο που εκεί δεν υπάρχει η μαγεία του ανεξήγητου, όπως στο χιούμορ. Δεν υπάρχει αυτό που δεν ξέρεις πού ήταν κρυμμένο και σε σένα και στον άλλον και τελικά ευτυχώς που βγήκε προς τα έξω. Ο αυτοσαρκασμός έχει αρχή κι είναι μέσα σε όλους μας. Ξεκινάει απ’ την ανάγκη μας να γελάσουμε με εμάς, πριν το κάνουν οι άλλοι ή όσο το κάνουν οι άλλοι. Κάτι που είναι υπέροχο, γιατί ρίχνει άμυνες, κόμπλεξ, λύνει συμπεριφορές και δένει γερές βάσεις σε μια πιο ειλικρινή συζήτηση με τον εαυτό μας. Αν μπορούμε να το λέμε φωναχτά και να το γελάμε, τότε μπορούμε να μας πούμε και την αλήθεια, κι αν πονάει να την μαλακώσουμε γελώντας με αυτή. Αν είναι ήδη μαλακή να την μοιράσουμε σαν κέρασμα, όπως όταν κάποιος έρχεται σπίτι μας.

Παύει αυτή η υπεροχή όταν ρεζιλεύουμε τον εαυτό μας, γιατί απ’ τη χαμηλή αυτοεκτίμηση νομίζουμε ότι το κάνουν κι οι άλλοι και τρέχουμε να συμμετάσχουμε σε αυτό μην τυχόν και μας πουν κομπλεξικούς ή μην τυχόν μείνουμε απέξω. Όμως είμαστε ήδη απέξω κι οι άλλοι απλά δεν μπαίνουν στον κόπο να μας το πουν γιατί, αφού δεν το λέμε εμείς σε μας, ποιος ο λόγος να κουραστούν οι άλλοι;

Ο κόπος να τα βρούμε με εμάς είναι σίγουρα δικός μας και σίγουρα διδάσκεται και μπορεί να φέρει μόνο ευτυχή αποτελέσματα που θα τα κάνουν οι ευτυχείς άνθρωποι. Γιατί αν είναι κάτι το γέλιο, είναι μια φευγαλέα στιγμή ευτυχίας, άνεσης με το μέσα μας, στις τόσες άπειρες στιγμές, ώρες, χρόνια και ζωές που την κυνηγάμε.

 

Συντάκτης: Πέπη Νάκη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη