Κάπου εκεί, στα λιμάνια του Πειραιά, της Θεσσαλονίκης και του Βόλου, λίγο πριν ο αιώνας μπει στη δεύτερη δεκαετία του γεννήθηκε το «ρεμπέτικο». Η γενιά που έφερε τα πάνω κάτω στη μέχρι τότε ιστορία της μουσικής κι έκανε όλον τον κόσμο να χορεύει στο ρυθμό του μπαγλαμά και να ερωτεύεται σε κάθε πενιά του μπουζουκιού.
Τα λιμάνια ήταν η πίστα τους και το κομπολόι ο μαέστρος τους. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά στον ρεμπέτικο ρυθμό γινόταν ένα. Με ρετσίνες στο τραπέζι και τη φωνή της Μπέλλου λένε πως γεννήθηκαν οι μεγαλύτεροι έρωτες. Τότε που οι άνδρες έλεγαν όσα ήθελαν μέσα απ’ το χορό τους κι οι κατακτήσεις τους ήταν τρεις χάντρες υπόθεση. Οι ναργιλέδες υπήρχαν πάντα σαν συνοδευτικό κάθε που έπαιζε Τσιτσάνης και στο ρεφρέν το ντέρτι τους ξεχείλιζε, μαζί με όσα ήθελαν να πουν και τους είχε προλάβει το τραγούδι ένα στίχο πριν.
Για πολλούς υπήρξε η γενιά των «νταήδων»∙ άνδρες με μουστάκι, ανοιχτό πουκάμισο κι ένα παράπονο που καταλήγει σε καβγά, μόνιμα στο βλέμμα τους. Οι λέξεις για εκείνους ήταν μετρημένες κι ανάλογες με τις χαρακιές που σίγουρα ο καθένας από αυτούς είχε στο ενεργητικό του, μα η καθεμία έκρυβε και μία ιστορία, που όπως έλεγαν μόνο ο Ζαμπέτας μπορούσε να την καταλάβει.
Πού είναι, λοιπόν, όλοι αυτοί ρεμπέτες τώρα πια; Χάθηκαν μαζί με την ποιότητα; Χάθηκε μαζί τους κι η αυθεντικότητά τους; Ψάξτε να βρείτε αν έχει μείνει κανένας από τότε. Ίσως κάπου, σε κάποια γωνιά από όλα αυτά τα εμπορικά κλαμπάκια να υπάρχει, ξεχασμένος από τότε, κάποιος «μάγκας» που να κρατάει μπεγλέρι και να θέλει ακόμη να χορέψει για μάτια μιας γυναίκας. Να έχει εκείνο το βλέμμα του αληθινού ρεμπέτη κι ας μην ακούγεται από πουθενά ο Μπιθικώτσης. Είμαι σίγουρη πως σε ρυθμό πρίμο-σεκόντο θα είχε αρχίσει ήδη το ζεϊμπέκικο.
Αν τον δείτε, θα ξεχωρίζει από μακριά, όπως εκείνοι οι αυθεντικοί ρεμπέτες, που έχουν γραφτεί για την αφεντιά τους τόσα τραγούδια, όπως κι αλλά τόσα ποτήρια που έχουν σπάσει στην υγειά τους.
Γι’ αυτό το λόγο, στην εποχή μας οι ρεμπέτες θεωρούνται πόλος έλξης. Σε μια κοινωνία ηλεκτρονικής μουσικής, μία νότα απ’ το μπαγλαμαδάκι μας θυμίζει πόσο ερωτεύσιμη μπορεί να γίνει καμιά φορά η απλότητα.
Δε χρειάζονται πολλά∙ δυο στίχοι, ένας ρυθμός και μία φωνή, για να γεννηθεί ο έρωτας. Ξέρετε, εκείνος ο αληθινός, ο ντόμπρος κι ο ατόφιος που δε μοιάζει ούτε στάλα με τον σημερινό, που όσα ποτήρια και να γεμίσεις στο όνομά του θα ‘σαι πάντα ακόμη νηφάλιος.
Αφήστε, λοιπόν, για λίγο τις μεγάλες πίστες. Ζήστε για μια μέρα τη ζωή σας σαν τότε. Σαν μια ελληνική ταινία, από εκείνες τις καλές, που κοιμάσαι το βράδυ κι ονειρεύεσαι και το δικό σου πεπρωμένο να μοιάζει με ‘κείνων και να ξέρει την ασίκικη στροφή, από εκείνες που θα ευχόσουν να καθόσουν δίπλα στην Χρονοπούλου και στο στίχο «γυρεύοντας τα μάτια του» εκείνος ήδη να σε κοιτάει.
Έτσι, όπως τότε, να μάθουμε απ’ την αρχή τη μουσική και τον έρωτα, να δούμε τη ζωή μέσα από ένα ποτήρι κι ένα γεμάτο τσίπουρο. Εκεί που όλοι ακούν ρεμπέτικα κι οι άνδρες κάθονται ακόμη ανάποδα στην καρέκλα…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη