«Σ’ αγαπώ»∙ μεγάλη έκφραση και μεγάλη έκθεση. Δύο λέξεις μόνο αλλά κουβαλάνε τόσο βάρος πάνω τους. Είτε το λες κάθε μέρα είτε το ξεστομίζεις δειλά-δειλά μία το χρόνο, πάντα την ίδια σημασία έχει. Γιατί είναι μερικοί άνθρωποι που θέλουν να το λένε κάθε φορά που κλείνουν το τηλέφωνο, γιατί έτσι νιώθουν και καλά κάνουν, κι είναι κι άλλοι που το λένε πού και πού, έτσι στα ξαφνικά, κι εσύ μένεις μαλάκας να τους κοιτάς -κι αυτοί, επίσης, καλά κάνουν.
Κάθε φορά που λες «σ’ αγαπώ» είναι σαν να αφήνεις ένα κομμάτι σου. Γιατί κάθε φορά που θα το πεις δεν την ξεχνάς. Είναι μία εντελώς διαφορετική στιγμή, χαράζεται στο μυαλό σου και δεν την ξαναζείς, γιατί κάθε «σ’ αγαπώ» είναι διαφορετικό απ’ τα άλλα. Αλλιώς αγαπάς τον παιδικό σου έρωτα, αλλιώς τον εφηβικό, αλλιώς την πρώτη φιλία κι αλλιώς τη φοιτητική ή την ενήλικη.
Κάθε φορά αφήνεις κάτι από σένα που ποτέ δε θα πάρεις πίσω, γιατί συνειδητά ή ασυνείδητα, επέλεξες να το αφήσεις εκεί. Για να λέμε την αλήθεια, δεν το θες και πολύ πίσω. Γιατί άλλες φορές θες να το πεις απλά για να το ακούσουν κι άλλες να το βγάλεις από μέσα σου γιατί σε πνίγει και φοβάσαι.
Παλεύεις με τον εαυτό σου για να το ξεστομίσεις ή βγαίνει αβίαστα. Κι ύστερα; Γιατί σε αυτά τα «σ’ αγαπώ» να έρχεται πίσω ένα «κι εγώ»; Τι να το κάνουμε το «κι εγώ», ρε φίλε; Δε μας φτάνει. Και σε κανέναν δε θα έπρεπε να φτάνει. Όταν αποφασίζεις να εξομολογηθείς κάτι τέτοιο, είναι λάθος να ικανοποιείσαι με μια τέτοια ξερή απάντηση. Δε μας αξίζουν τα «κι εγώ», δεν είμαστε για τέτοια, θέλουμε παραπάνω.
Γιατί εκείνη την ώρα που θα το πεις, θα παίξεις ένα στοίχημα με τον εαυτό σου. Θα πεις «εγώ θα το προσπαθήσω κι άμα είναι να γίνει, θα γίνει». Δεν περιμένεις απαραίτητα μια απάντηση πίσω. Καλύτερη θα ήταν η σιωπή, μια αγκαλιά ή ένα φιλί. Αυτά αρκούν για να σε πείσουν ότι το κομμάτι που αφήνεις πίσω σου, θα μείνει ασφαλές στα χέρια του άλλου, ακόμα κι όταν εκείνος δε θέλει να το πει ή δεν έχει τα κότσια να το κάνει.
Δεν είναι κακό να μην μπορείς να το πεις. Κακό είναι να το ξεπετάς με ένα κενό «κι εγώ». Γιατί είναι αμαρτία να το ντύνεις με αδιάφορη ευκολία, με μηχανικές αντιδράσεις. Και γιατί να το πιστέψουμε;
Άμα είναι να το λες μισό, μην το λες καθόλου. Τι σημαίνει «κι εγώ»; «Κι εγώ σ’ αγαπάω»; «Κι εγώ θέλω να στο πω αλλά δεν μπορώ»; «Κι εγώ θα ήθελα να νιώθω έτσι αλλά δεν»; Τι υποθέσεις να κάνει κάποιος που μόλις αποφάσισε να ξεγυμνώσει την αλήθεια του για να πάρει για απάντηση μια διπλωματική μπαρούφα;
Γιατί αν δε στο πουν στα ίσα, μην μπεις στον κόπο να το πιστέψεις. Δε χρειάζονται πανηγύρια και φανφάρες, τα καλύτερα «σ’ αγαπώ» ακούστηκαν ψιθυριστά όταν ανοίξατε τα μάτια σας το πρωί, όταν ο άλλος σε χάζευε να παλεύεις με τις κατσαρόλες σου, όταν σε είδε μεθυσμένο να πέφτεις στο κρεβάτι μισοκοιμισμένος, όταν έκλαψες στη μέση της ταινίας κι όταν σε πήρε ο ύπνος στον καναπέ, διαβάζοντας το αγαπημένο σου βιβλίο.
Θα ήταν καλύτερα να μην τα ακούς τα «σ’ αγαπώ» αν δεν μπορείς να τα γυρίσεις σωστά πίσω. Ή τουλάχιστον όταν τα ακούς να σκας ένα τεράστιο χαμόγελο ή να παίρνεις φόρα και να πέφτεις στην αγκαλιά του άλλου. Ή ακόμα, να δίνεις ένα φιλί. Χωρίς πολλά-πολλά, το «σ’ αγαπώ» δε θέλει πυροτεχνήματα, από μόνο του κάνει φασαρία.
Οπότε όταν στο πουν, πες το ολόκληρο αν το νιώθεις. Ψιθύρισέ το ή φώναξε το. Κι αν δεν το αισθανθείς ή δεν είσαι έτοιμος να το πεις, μην το σερβίρεις μισό. Κράτησέ το κοντά σου, φύλαξέ το. Μη το χαραμίσεις με μισόλογα. Γιατί είναι κρίμα ο άλλος να δίνει το κομμάτι του, εκείνο που ξέρει ότι δε θα πάρει πίσω, κι εσύ να κρατάς το μισό, ενώ μπορείς να το φυλάξεις ολόκληρο. Μην το πεις, ρε φίλε, αν δεν το θες, αλλά μην το παζαρεύεις το ρημάδι. Κράτα το για όταν το νιώσεις και θες να το πεις!
Τότε θα ακουστούν όλα σωστά κι η απάντηση που θα θες, θα είναι αυτή που θα πάρεις.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη