Ας παραδεχτούμε κάτι ανοιχτά και δε θέλω κριτική κι ειρωνείες. Έχουμε πάει όλοι έστω μία φορά στη ζωή μας σε νυχτερινό κέντρο και βρήκαμε τον εαυτό μας να τραγουδάει κάποιον στίχο ενός ή περισσοτέρων τραγουδιών. Δεν καταλαβαίνω γιατί από μια ηλικία και μετά το παίζουμε όλοι κουλτούρα και «ποιότητα».
Στην τελική, ποιος την ορίζει αυτήν την ποιότητα και σε ποιους δείκτες βασίζεται; Όταν έχεις σεκλέτια, καημούς και τον νταλκά σου –κάτι διόλου απίθανο, ιδίως στην Ελλάδα –, τι «ποιότητα» να ακούσεις; Εδώ που τα λέμε, δεν ξέρω και κανένα να ξεπέρασε χωρισμό ακούγοντας Μπαχ ή Μπετόβεν, ενώ με Διονυσίου ή Καρρά, ξέρω κάνα-δυο.
Εντάξει, δεν είναι ότι ακούγοντας τραγούδια, που υποτιμητικά αποκαλούνται «σκυλοτράγουδα», κατευθείαν σου περνάει κι η καψούρα κι η ερωτική απογοήτευση, αλλά κι αυτά τα τραγούδια κάτι εκπροσωπούν και κάτι εκφράζουν. Είτε μας αρέσει είτε όχι, όσοι γεννηθήκαμε στην Ελλάδα είμαστε λιγάκι παιδιά του πάθους και του σεβντά. Έχουμε το κέφι και το ντέρτι μας, πώς να το κάνουμε δηλαδή; Εκφράζεται αυτό με άλλη μουσική; Ε, δεν εκφράζεται κι ας λες ό,τι θες!
Θες το μπουζούκι σου και θες και το ζεϊμπέκικό σου. Θες να ανάψεις ένα τσιγάρο και να φέρεις δυο βόλτες πάνω στη σούρα σου για το Μαράκι που σε χώρισε και θες να ανέβεις στο τραπέζι να χορέψεις το τσιφτετέλι σου μπροστά στον Κωστάκη που γουστάρεις για να σε προσέξει. Όλα τα άλλα είναι σαχλοί καθωσπρεπισμοί.
Δε λέω, όλοι ακούσαμε έντεχα, γουστάραμε και ταυτιστήκαμε σε κάποια φάση, αλλά πόσο θα πλαντάξεις στο κλάμα και πόσα κρυφά χαμένα νοήματα στις σχέσεις των ανθρώπων να βρεις; Ενίοτε, θες απλά να διασκεδάσεις. Χωρίς πολύ βάθος, χωρίς πολλή ουσία. Είναι αυτό που λες μετά από καιρό «να χαζοβγώ», δηλαδή απλά να πας κάπου χωρίς να έχει κανένα βαθύτερο νόημα και να περάσεις καλά. Δε θες να γυρίσεις και να είσαι έτοιμος για κριτικός θεάτρου μήτε και για τη NASA, αναζητάς μονάχα μια σταλιά τρυφηλότητα κι αν με ρωτάς δεν είναι δα και τόσο κακό.
Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί να ενέχει ένα κάποιο στίγμα η παραδοχή των λαϊκών ακουσμάτων. Κάτσε, ρε αδερφέ, τι είμαστε; Τίποτα λεπροί; Τι χρειάζεται επιτέλους για να καταρρίψουμε το στερεότυπο που θέλει όσους ακούν λαϊκά να είναι υποδεέστεροι; Δε θέλω να σας το χαλάσω αλλά κι ο Τσιτσάνης κι ο Χιώτης μπουζούκι κρατούσαν και λαϊκά τραγούδια συνέθεταν και μάλιστα διακρίθηκαν σ’ αυτό ακριβώς. Εμείς τώρα, για να έχουμε καλό ερώτημα, το ισοπεδώνουμε από μαγκιά ή από άποψη;
Πριν προλάβεις να μου πεις πως δεν έχουν σχέση τα λαϊκά που τραγουδούσε ο Καζαντζίδης με αυτά που τραγουδάνε σήμερα στις πίστες, να σου πω πως δε διαφωνούμε, αλλά μιλάμε για άλλες εποχές και για άλλους συνθέτες. Πώς να γίνει; Κάθε χρόνο μας εμφανίζεται κι ένας Αϊνστάιν για να απαιτούμε εφάμιλλου κύρους δημιουργούς και στη μουσική; Ας μην τα θέλουμε όλα. Το σημερινό λαϊκό τραγούδι –καλώς ή κακώς– είναι απόρροια του λαϊκού του Τσιτσάνη. Έχει διαφορές αλλά έχει κι ομοιότητες, με πρώτη και κύρια το πόσο μιλάει στην ελληνική νοοτροπία. Αυτοί είμαστε. Μεσογειακοί και με ταμπεραμέντο, τι θα ακούγαμε και τι θα χορεύαμε;
Καλή η δυτικοποίηση κι η ραπ κι η r’n’b αλλά όπως στις ΗΠΑ κάποιοι την βρίσκουν με την country, έτσι κι εδώ κάποιοι θέλουν το λαϊκό ή και το δημοτικό τους. Γιατί όχι; Στα χωριά μας δεν είχε διεξαγωγή χορών σε μεγάλες οικίες με σνομπ κυρίες και κονιόρδους, πανηγύρια είχε. Σ’ αυτά πηγαίναμε. Τι έγινε τώρα; Άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς; Γίναμε κύριοι τώρα και το μπουζούκι μας πέφτει λίγο; Ρε, άσ’τα αυτά!
Άμα σου πει κανείς «παλιόκαιρος» το τραγούδι του Τερζή θα μουρμουρίσεις, κι αν ακούσεις «γύρισε» θα ηχήσει στα αφτιά σου η φωνή του Καρρά, σε ποιον τα πουλάς αυτά, γατάκι; Αφού το ξέρω και το ξέρεις, μια χαρά το γουστάρεις, γιατί να το κρύβεις;
Παραδέξου το κι εσύ πως ενδόμυχα κάτι σκιρτά σαν ακούς ελληνικά λαϊκά κι ας μας φόρεσες τώρα παπιγιόν ή έκανες γαλλικό στα νύχια. Ωραία και τα δύο, δε λέω, αλλά σαν τα γαρύφαλλα στην πίστα δεν είναι!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη