Κανονίζουμε μεγάλη παρέα να βγούμε για καφέ, μια μέρα σαν όλες τις άλλες. Γνωρίζουμε νέα πρόσωπα μέσων φίλων και γνωστών μας κι έρχεται η στιγμή των συστάσεων και της χειραψίας. Χαιρετούμε ο ένας τον άλλον μηχανικά και λέμε τα ονόματά μας χαμογελαστοί. Για μια ομάδα ατόμων, δε θα περάσουν πολλά λεπτά μέχρι να χρειαστεί να απευθύνουν το λόγο στις φρέσκες γνωριμίες τους και να συνειδητοποιήσουν πως δε θυμούνται πώς λέγονται τα άτομα που μόλις πριν λίγα λεπτά γνώρισαν. Αν το άνωθεν σκηνικό σας είναι εικόνα οικεία και καθημερινή, λογικά θα ανησυχείτε κατά καιρούς αν αρχίσατε να ξεχνάτε ή αν κάτι τρέχει με τη μνήμη σας, που παραπέμπει σε χρυσόψαρου.
Φυσικά, το να ξεχνάς ονόματα ανθρώπων που μόλις συνάντησες δεν είναι (όχι απαραίτητα τουλάχιστον) ένδειξη κάποιας ασθένειας, όσο κι αν ανησυχεί τους φίλους μας ή τον οικογενειακό μας κύκλο. Απλά κάποιοι δεν το ‘χουμε, δε συγκρατούμε ονόματα. Το ίδιο μας συμβαίνει και σε ανύποπτες στιγμές, όταν συναντάμε τυχαία κάποιον στο δρόμο. Μέσα μας σκεφτόμαστε: «Μα είμαι σίγουρος, κάπου τον ξέρω αυτόν, θυμάμαι το πρόσωπό του, είναι φίλος του τάδε, βρεθήκαμε εκείνο το βράδυ για καφέ» όμως εκεί θα μείνουμε, αφού μας διαφεύγει για ακόμα μια φορά το όνομά του. Αν δεν ξέρεις πώς να αποκαλέσεις τον άλλον, πώς να ανοίξεις συζήτηση; Θα το αποφύγεις φυσικά, για να μη φέρεις τον άλλον σε δύσκολη θέση να σε διορθώσει.
Όταν δε μας κάνει κάτι ιδιαίτερη εντύπωση, το αποθηκεύουμε στην προσωρινή μας μνήμη. Θα δείξουμε με ευγένεια φυσικά εκείνη τη στιγμή ότι χαρήκαμε, αλλά η διαγραφή ονόματος θα γίνει σχεδόν αυτόματα και θα χρειαστεί να ρωτήσουμε ξανά: «Μου θυμίζεις το όνομά σου;». Συγκρατούμε πρόσωπα, όχι πάντα όμως μαζί κι ονόματα. Ίσως να έχουμε άλλα στο νου μας εκείνη τη στιγμή και μόνο το σώμα μας να δίνει τυπικά το παρόν στη γνωριμία.
Απ’ την άλλη, το πιο άβολο είναι να έχεις γνωριστεί ήδη με ένα άτομο, να έχεις πιει έναν καφέ ή ένα ποτό με κοινή παρέα, αλλά εσύ ούτε καν να το θυμάσαι. Να πρέπει να ξανακάνετε την τυπική χειραψία και να πείτε για δεύτερη φορά «χάρηκα» (ενώ υποτίθεται πως χαρήκατε ξανά στο παρελθόν) αφού έχετε ήδη γνωριστεί. Πόσο περίεργη είναι η στιγμή αυτή για το άτομο που σε θυμάται, ενώ εσύ ούτε καν μπήκες στη διαδικασία να τον αποθηκεύσεις στα άτομα που γνωρίζεις; Θα γελάσετε φυσικά κι οι δύο επειδή το ξέχασες, αλλά ο συνομιλητής σου είναι πιθανόν να αισθανθεί αμήχανα, όσο κι αν προσπαθήσει να μην το δείξει.
Ίσως να μην έχουμε κάποιο ειδικό ενδιαφέρον για αυτό το πρόσωπο, φιλικό ή ερωτικό, να μας συνοδεύει γενικά μια αφηρημάδα και μια απάθεια. Μπορεί να μας βασανίζει μία συγκεκριμένη σκέψη εκείνη τη στιγμή και το τελευταίο πράγμα που θέλουμε να ‘ναι να θυμηθούμε το όνομα κάποιου. Η ειρωνεία, βέβαια, είναι πως συνήθως θυμόμαστε την κάθε λεπτομέρεια που θα ακούσουμε για εκείνον και τη ζωή του, η φωτογραφική μας μνήμη μπορεί να ξέρει μέχρι και το τι φορούσε, αλλά ένα μικρό και συνηθισμένο όνομα, δυο-τρεις συλλαβές δηλαδή μπορεί να αγνοούνται για να συμπληρωθεί το παζλ. Ίσως γιατί δεν το θεωρούμε κάτι σημαντικό, ίσως να ήμασταν ενθουσιασμένοι με τη νέα γνωριμία και να θέλαμε να μάθουμε εκείνον κι όχι το όνομά του, έτσι να μη σταθήκαμε εκεί, ίσως να μας θύμιζε κάποιον άλλον κι έτσι αμέσως να διαγράψαμε το δικό του όνομα, ίσως βέβαια (και το πιθανότερο) απλώς να ήμασταν εντελώς αδιάφοροι.
Για όσους ξεχνάνε ονόματα: είναι μεν ανθρώπινο αλλά είναι κι αγενές. Για να μας θυμούνται εμάς, ας κάνουμε έναν κόπο να τους θυμόμαστε κι εμείς. Λίγη παραπάνω προσοχή χρειάζεται. Εξάλλου, δεν ξέρεις ποτέ πού μπορεί να σου χρειαστεί ένα όνομα, μια γνωριμία ή ένας άνθρωπος. Συνδέστε φυσιογνωμίες με ονόματα για να μη νιώσετε άβολα την επόμενη φορά που θα σας χαιρετήσει κάποιος στο δρόμο και θα σας ρωτήσει αν τον θυμάστε! Και σε κάθε περίπτωση, προτιμήστε την ειλικρίνεια, απ’ το να αποφεύγετε να απευθυνθείτε ή να βαφτίζετε κόσμο, αποκαλώντας τον αλλιώς.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη