Εκείνος στα μάτια της ήταν ο τέλειος. Λίγο το χαμόγελό του όταν την κοιτούσε, λίγο η αρρενωπότητα του κορμιού του κι αυτές οι άτιμες λέξεις που ξεστόμιζε, ικανές να κάνουν κάθε σκέψη της να οργιάζει. Δεν είχαν καταφέρει μέχρι το τρίτο ραντεβού να ολοκληρώσουν ένα θέμα συζήτησης χωρίς να διακόψουν πονηρά γέλια τον ειρμό τους. Κάθε σκέψη της ήταν χαμένη στο πολλά υποσχόμενο βλέμμα του. Το βλέμμα εκείνο που ουρλιάζει σιωπηλά «σε θέλω εδώ και τώρα». Εκείνος είχε κολλήσει με τα χείλη της. Σε κάθε γκάφα που έκανε απ’ την αμηχανία του να πάνε όλα τέλεια, τα χείλη της διέγραφαν ένα χαμόγελο, τόσο αφοπλιστικό κι ερωτικό. Ειδικά όταν τα δάγκωνε, αναστατωνόταν, ήθελε να τα γευτεί.
Μετρημένοι κι οι δυο, αντιστεκόντουσαν στο πάθος τους. Μάλλον γιατί ήταν κάτι πραγματικά τόσο ωραίο αυτό που τους συνέβαινε και δεν ήθελαν βιασύνες. Δεν ήθελαν να καταλήξει σε κάτι κοινό και γρήγορο, κάτι που να μοιάζει με ξεπέτα. Φαινόταν ότι ήταν ξεχωριστό. Το πρώτο φιλί, καληνύχτισε το τρίτο ραντεβού. Αργό, βασανιστικό, γεμάτο, να απομονώνει κάθε άλλη αίσθηση. Ήθελαν να καταβροχθίσουν ο ένας τον άλλον, να αφεθούν στην ντοπαμίνη που είχε σκάσει στον εγκέφαλό τους, αφοπλίζοντας κάθε αναστολή. Ιπποτικά, εκείνος σήμανε το τέλος της βραδιάς με ένα τελευταίο φιλί, μια υπενθύμιση, μια υπόσχεση, ότι θα ακολουθήσει μια πορεία άνευ προηγουμένου, με το φιλί να επισφραγίζει τα μελλούμενα.
Τα ραντεβού να διαδέχονται το ένα το άλλο. Από βόλτα στα μαγαζιά, καφεδάκι στα ερωτικά στενά της Πλάκας, θερινά σινεμά να μοιραστούν ποπ κορν και φιλιά, με παράνομα αγγίγματα στα σκοτάδια, άραγμα το βράδυ στην πλατεία με μπίρα στο χέρι για ατελείωτες αμπελοφιλοσοφίες. Κάθε μέρα που βρισκόντουσαν, ερχόντουσαν όλο και πιο κοντά. Είναι εκείνος ο πόθος που θέλεις τον άλλον δίπλα σου όλη μέρα και πάλι, αχάριστα, δε σου φτάνει.
Έχει περάσει καιρός και πλέον είναι έτοιμοι κι οι δυο. Για το μεγάλο άλμα που τόσο καιρό καθυστερούσαν. Εκείνο που θα φέρει τα κορμιά τους τόσο κοντά, ώστε να μπερδευτεί ο ιδρώτας τους. Το φιλί βγάζει την μπλούζα αργά, την μπλούζα του ακολουθεί το παντελόνι φέρνοντάς τους σε θέα με το σώμα του άλλου για πρώτη φορά. Τα εσώρουχα πέφτουν δίπλα απ’ το κρεβάτι στο πάτωμα, με τον αναστεναγμό απ’ τα φιλιά του στο λαιμό της να σπάει τη σιωπή. Δεν υπάρχει πλέον λογική. Έχει καταλυθεί απ’ τον πόθο της στιγμής.
Η πολλά υποσχόμενη στιγμή δεν ήρθε ποτέ. Τα παθιασμένα φιλιά και τα στεγνά πλέον τους κορμιά, καλυμμένα με το σεντόνι, αντικαταστάθηκαν απ’ το παγωμένο βλέμμα τους στο λευκό της ταβάνι. Η αμηχανία έκανε πιο έντονη τη σιωπή, με μόνο ήχο ένα κερί που έσβησε κι άφησε τον καπνό του να οξύνει την όσφρησή τους. Δεν ήταν αυτό που προσδοκούσαν. Ξενερωμένοι, εκείνη έκανε το βήμα και χώθηκε στην αγκαλιά του, να ζεστάνουν κάπως τη στιγμή. Ήταν αρκετό να τους καλμάρει και να πυροδοτήσει και πάλι εκείνα τα αργά φιλιά, σημαίνοντας το δεύτερο γύρο. Απογοητευμένοι ξανά, αρκέστηκαν να κοιμηθούν με τα κορμιά τους αγκαλιά και με τις σκέψεις τους απομακρυσμένες απ’ τον άλλον.
Εκείνα τα φιλιά, τα γνωστά, τα ερωτικά, είχαν χάσει πλέον τη μαγεία τους. Δεν κατάφεραν να ενωθούν έτσι όπως το είχαν φανταστεί. Δεν είναι ότι δεν προσπάθησαν. Ξανά και ξανά, με μεγάλη τους πικρία δεν έφταναν εκεί που η προσδοκία τους τους είχε επιβάλλει. Τα φιλιά ελαττώθηκαν, απογοητευμένοι κι οι δύο, ντροπιασμένοι πλέον, να διώχνουν το βλέμμα τους σε εκείνο το λευκό ταβάνι. Μέχρι που το άφησαν να φύγει απ’ τα χέρια τους και να θέσουν το τέλμα σε αυτή τη σχέση.
«Ποιος φταίει; Γιατί δεν καταφέραμε να το απολαύσουμε; Μεγάλη απογοήτευση το σεξ να μας χαλάει τα υπόλοιπα που είχαμε χτίσει τόσο καιρό. Γιατί να μην ταιριάζουμε και σε αυτό; Νόμιζα πως είμαστε ιδανικοί ο ένας για τον άλλον. Αφού το ένιωσα. Αφού το νιώσαμε κι οι δύο. Τσάμπα τόση αναμονή, ρε γαμώτο; Μήπως να αλλάξω φωτιστικό στο υπνοδωμάτιο; Μήπως έπρεπε να το είχαμε δοκιμάσει πιο γρήγορα πριν φτάσουμε σε αυτό το στάδιο εξάρτησης; Μήπως να το είχαμε δοκιμάσει πιο γρήγορα για να μην ήταν η απογοήτευση τόσο έντονη;».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη