Το «σ’ αγαπώ» θα μπορούσε κάλλιστα ν’ αντιστοιχεί στο απόλυτα ρομαντικό Έβερεστ κάθε ζευγαριού που σέβεται τον εαυτό του. Στην ιδανική ετούτη περίπτωση θα δραπέτευε απ’ τη γλωσσική φαρέτρα των ερωτευμένων μονάχα έπειτα από χιλιόμετρα μαγευτικών τοπίων κι απόκρημνων γκρεμών, ύστερα από ηχηρά γέλια και λυτρωτικά κλάματα.

Τότε η κολοκύθα θα μεταμορφωνόταν ευθύς αμέσως σε άμαξα, καθώς έχοντας πια χορτάσει με το τσουβάλι ανηφόρες και κατηφόρες θα διαβεβαιωνόταν πως το βασιλικό ζευγάρι αξίζει και με το παραπάνω την πολυτέλεια.

Ωστόσο, τα σύγχρονα παραμύθια, λιγάκι πιο άπληστα απ’ τα κλασικά, δεν αρκούνται στα μετρημένα «σε αγαπώ» που λειτουργούν ως σαντιγί στην ούτως ή άλλως γευστική τούρτα. Επιθυμούν, βλέπεις, να πασαλειφτούν από πάνω ως κάτω με την περιβόητη γαρνιτούρα και να εκτοξεύσουν τα επίπεδα σακχάρου του οργανισμού στα ύψη, μπας και ξεπεράσουν επιτέλους το οδυνηρό γεγονός πως η μανούλα ούτε με τα κιάλια δεν τους άφηνε να βλέπουν το γλυκό, μια φορά κι έναν καιρό.

Κάπως έτσι, το «σ’ αγαπώ» αντικαθιστά το «πέρασέ μου το αλάτι» στις μοντέρνες κουζίνες. Στην ουσία βέβαια βρίσκεται παντού, σε κάθε γωνιά του γνωστού μας κόσμου, στα λουλούδια, τα μονόπετρα και τα χνουδωτά αρκουδάκια, στις εκδρομές στη Λούτσα και στις πτήσεις στο Παρίσι.

«Ένα “σ’ αγαπώ” με αντάλλαγμα την τυφλή αφοσίωση, παρακαλώ». Δύο λεξούλες που βροντοφωνάζουμε σε κάθε ευκαιρία, τινάζοντας στον αέρα την ακοή και την αυτοκυριαρχία μας. Τις επιθυμούμε κυρίως για την αφεντιά μας, για να πειστούμε πως, ναι, σαφώς αύριο ανατέλλει μια καινούρια μέρα, μα αυτή η μέρα ράβεται στα μέτρα μας και συνεπώς δεν απαιτεί το πρωινό μας σεργιάνι για ανεύρεση νέου αγαπητικού.

Πόσα «σε αγαπώ» το λεπτό εξασφαλίζουν, άραγε, τη σφραγίδα της ιδιοκτησίας; Είσαι δικός μου κι είμαι δική σου γιατί η ελευθερία απαιτεί κότσια και δεν τρελαθήκαμε ακόμη για να αναμετρηθούμε ως αυτόφωτοι ήρωες με τη δειλία της θνητής μας φύσης.

Γυρεύουμε, λοιπόν, την αποδοχή σαν εκείνο το παιδί που κάποτε επιζητούσε τη σφιχτή αγκαλιά. Τα χρόνια πέρασαν κι εμείς ψηλώσαμε, ωστόσο δεν καταφέραμε ποτέ να μεγαλώσουμε και να καλύψουμε τα ελλείμματα στοργής. Σαν δρομείς στην αντίστροφη κούρσα του Πίτερ Παν κυνηγάμε το παρελθόν, την τρυφερότητα που στερηθήκαμε, την προσοχή που αξίζαμε, αλλά δε λάβαμε.

«Κοίτα με! Είμαι εδώ!», ουρλιάζουμε με τον τρόπο μας ενώ το δέρμα μας διψά για χάδια κι η καρδιά μας για ασφάλεια. Αν πούμε τα λόγια μας σωστά, αν μας τα επιστρέψουν πίσω, τότε θα αποσπάσουμε τον έπαινο και θα νιώσουμε περισσότερο σημαντικοί.

Ως αδίστακτοι τραπεζίτες στοχεύουμε στις μετοχές με το μέγιστο κέρδος. Ποντάρουμε τον καιρό, τη στοργή και τα πληγωμένα μας φτερά προσδοκώντας τη συντροφικότητα στο κρεβάτι, το στιβαρό μπράτσο στην κοινωνική εκδήλωση, τη βέρα στη σεμνή τελετή του γάμου.

Το επαναλαμβανόμενο «σ’ αγαπώ» ισοδυναμεί με το υποσχετικό σημείωμα πως η μάγισσα θα καβαλήσει το σκουπόξυλο και θα μας αδειάσει επιτέλους τη γωνιά, επιτρέποντάς μας να γεράσουμε αξιοπρεπώς, λιγότερο μόνοι και δυστυχείς.

Αν, όμως, σταματήσουμε επιτέλους να προβάρουμε φόβους κι ευσεβείς πόθους στους γύρω μας, τότε οι καθρέφτες θα σπάσουν και θα μας απαλλάξουν απ’ την κακοτυχία των προβολών. Ύστερα θ’ ανεβούμε το Έβερεστ απλώς και μόνο επειδή γουστάρουμε τη θέα και το φρέσκο του αέρα κι όχι γιατί χαρίζει γλυκερούς υπότιτλους στους επιδέξιους ορειβάτες. Εκεί ψηλά θα κλείσουμε τα μάτια και θα δούμε το γνήσιο νοιάξιμο στα βαθιά βλέμματα, την αναγέννηση στα χρυσά μας καλοκαίρια, το δίδαγμα στους οδυνηρούς χειμώνες. Θα πάψουμε να νοθεύουμε τις επιλογές μας με υπερβολική δόση σαντιγί και θ’ αφεθούμε σε γεύσεις, μυρωδιές κι εμπειρίες ακόμη και με το ρίσκο να τα χάσουμε όλα το επόμενο λεπτό.

Μακριά απ’ την ανάγκη μας για έλεγχο θα ξεστομίζουμε τα ουσιαστικά  «σ’ αγαπώ» και θα σώζουμε τα καταραμένα παραμύθια. Και τότε θα θυμηθούμε τις αινιγματικές φράσεις του παππού τα βράδια που μετρούσαμε τα όνειρά μας: «Η αγάπη γράφεται στην ψυχή ενώ τα λόγια σε χαρτιά που τσαλακώνονται και σε κουβέντες που τις παρασύρει ο αέρας».

 

Συντάκτης: Κατερίνα Τσιτούρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη