Το έζησες. Ίσως να ήταν ό,τι καλύτερο έκανες μέχρι τώρα στη ζωή σου. Ίσως να μην μπόρεσες ποτέ να ξεπεράσεις τις μέρες, τους μήνες ή ίσως τα χρόνια που ήσασταν μαζί. Κάθε που περνά νοσταλγικά εκείνο το πρόσωπο απ’ το μυαλό σου αναρωτιέσαι αλήθεια, αν πήγαινε ο χρόνος πίσω πόσα θα άλλαζες. Πόσα δάκρυα, πόσες φωνές θα αντάλλαζες για ακόμα ένα φιλί, γι’ ακόμη μια αγκαλιά.
Ο χρόνος περνά. Δεν συμμάχησε ποτέ με κανέναν παρά μόνο με το μυαλό μας κι όλα αυτά που τόσο πολύ κρατάμε σαν θησαυρό μέσα μας. Εκείνες οι ολόδικές μας αναμνήσεις που κρύβουν το άρωμα εκείνου, την αφή που είχαν τα χείλη του κι εκείνο το γαμημένο συναίσθημα της ασφάλειας σαν έκλεινε η αγκαλιά του.
Μα το παρόν σε πίεσε να προχωρήσεις. Να δοκιμάσεις μια άλλη αγκαλιά και που ξέρεις, ίσως και να σ ‘αρέσει. Γιατί οι γύρω σου έχουν την τάση να πιέζουν καταστάσεις. Να φωνάζουν να ξεκολλήσεις, να προχωρήσεις λες κι οι καρδιές μας πια να έγιναν ένα -ψεκάστε, σκουπίστε τελειώσατε-. Μα αυτός ο χρόνος που λέτε, σου φέρνει καμιά φορά μπροστά σου τα ανεκπλήρωτα. Αυτά που χρόνια μετά καταλαβαίνεις πώς έπρεπε να γίνουν.
Υπάρχουν εκεί έξω άτομα, που μας προσπερνούν σχεδόν αδιάφορα στο δρόμο, που φάνηκαν τόσο τυχερά σε αυτή τη ζωή, ώστε χρόνια μετά από εκείνο τον χωρισμό που ποτέ δεν ξεπέρασαν, να είχαν ακόμα μια ευκαιρία. Μετά από άλλες σχέσεις που τους βοήθησαν να καταλάβουν όλα όσα είχαν και δεν εκτίμησαν.
Όλα εκείνα τα μικρά, τον καιρό που διαδραματίζονται, φάνταζαν βουνό. Η ζωή τους έδωσε ακόμα μια μονάχα ευκαιρία, την κατάλληλη στιγμή, να βρουν μπροστά τους κάθε μια πόρτα που έκλεισαν. Γιατί ο άνθρωπος δεν ωριμάζει με ένα αριθμό κοτσαρισμένο στην ταυτότητά του και με μια τούφα άσπρες τρίχες στο κεφάλι. Μεγαλώνουμε κι ωριμάζουμε όταν χάνουμε αυτούς που αγαπάμε. Όταν δεν υπάρχουν άλλες ευκαιρίες να διορθώσουμε τα αδιόρθωτα. Βλέπεις μετά από καιρό πόσο μεταλλάχθηκε, πώς εξελίχθηκε.
Ψάχνεις αλήθεια όλα εκείνα που σε ενοχλούσαν μα δεν είναι πουθενά. Και κάθε φορά που τον κοιτάς στα μάτια ξέρεις πως ανήκεις εκεί. Πως ότι κι αν έγινε έπρεπε να γίνει μ’ αυτή τη σειρά. Να βρεις μια ψυχή, να την πεις δικιά σου και μετά να της ανοίξεις την πόρτα να φύγει. Κι αν αλήθεια την άγγιξες, τότε αυτή θα βρει το δρόμο να έρθει πίσω στη δικιά σου.
Καμιά φορά οι άνθρωποι πρέπει να χωρίζουν. Γιατί όσο και να τους αγαπάμε, δεν μπορούμε πάντα να ζήσουμε μαζί τους. Δεν είναι ότι δεν ήταν γραφτό. Δεν είναι πως δεν αγαπήθηκαν αρκετά. Δεν ήρθε ο ένας στη ζωή του άλλου όταν έπρεπε. Πόσα αντίο μπήκαν στο διάβα μας γιατί απλά θέλαμε κάτι άλλο από αυτό που ήθελε ο σύντροφός μας; Σαν να είχαμε λάθος timing. Σαν να έπρεπε να βάλουμε μια άνω τελεία μέσα μας και την κατάλληλη στιγμή να συνωμοτήσει το σύμπαν να ξαναβρεθούμε.
Μακάρι να ήταν έτσι τα πράγματα βέβαια γιατί μοιάζουν λίγο ουτοπικά, όμως κάποιοι τολμηροί εκεί έξω είχαν αυτή την ευκαιρία. Αυτό που τόσο πολύ ποθήσαμε και ζητήσαμε εκείνα τα βράδια που νοσταλγούσαμε αυτό που ζητούσε η καρδιά μας. Μια δεύτερη ευκαιρία ίσως όντως να έχει καλύτερη κατάληξη απ’ την πρώτη. Γιατί κανείς δεν επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη, γιατί πόνεσε όταν σε έχασε και ίσως να έμαθε καλά πως σε καμιά ξένη αγκαλιά δεν πρόκειται ποτέ να σε βρει.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου