Φαινόμενο ghosting∙ ένας σύγχρονος τρόπος χωρισμού, ένας όρος που περιγράφει την αμήχανη εξαφάνιση ενός ανθρώπου απ’ τη ζωή μας. Το λεγόμενο «μου είπε πως πάει για τσιγάρα και δε γύρισε ποτέ» της εποχής μας. Μια ανθρώπινη συμπεριφορά που ολοένα και κερδίζει χώρο στην κοινωνία, χωρίς να τον αξίζει.
Συγκεκριμένα αναφέρεται σε δυο ανθρώπους που έρχονται σε επαφή (κυρίως ερωτικά ή και φιλικά), έχοντας επιλέξει προφανώς συνειδητά ο ένας τον άλλον. Όμως, καταλήγουν στο σημείο ο ένας να είναι άφαντος χωρίς προφανή λόγο κι άλλος σαστισμένος να τον ψάχνει.
«Η κλήση σας προωθείται» ενώ ταυτόχρονα στα social media φαντάζει να μην υπήρξε ποτέ. Αφελώς πιστεύει πως κρύβεται, στερώντας σου κατά κάποιον τρόπο το δικαίωμα να μάθεις το λόγο που τον έκανε να μοιάζει φάντασμα.
Μπορεί να του συνέβη κάτι σοβαρό. Ίσως τον έφτασες στα όριά του ή πιθανότητα σε βαρέθηκε. Πολλά τα μπορεί. Μία η αλήθεια κι αυτή κάπου ανείπωτη. Έτσι, ο αποδέκτης αυτής της κατάστασης, αρχικά αρνείται να το δεχτεί. Ακόμα κι αν έφταιγε που ο άλλος έφτασε στο σημείο να εξαφανιστεί από προσώπου γης, σε κανέναν δεν αξίζει να μένει πίσω με αναπάντητα ερωτήματα.
Διότι ο ίδιος άνθρωπος, που κάποτε μαζί έθεσαν μια αρχή, διαλέγει μια αλλόκοτη τακτική για να ορίσει το τέλος μόνος του, αφήνοντας τον άλλον πίσω να ψάχνει πού έφταιξε. Ενδεχομένως σε πολλά. Δουλειά του, όμως, δεν είναι να γίνει ο ψυχολόγος κανενός. Αφού, όταν κάποιος επιλέγει τη σιωπή, αυτομάτως μας περνάει το μήνυμα ότι αδιαφορεί για τη γνώμη που θα σχηματίσουμε γι’ αυτόν.
Είναι κάτι ξαφνικό άρα δύσκολο να το προβλέψεις. Παρ’ όλα αυτά συνήθως είναι αυτός ο άνθρωπος που μιλάει πολύ για τον εαυτό του. Οι προτάσεις του ξεκινούν με ένα υπεροπτικό «εγώ». Πιθανότατα κάνει λόγο για την καριέρα που χτίζει και πόσα θυσιάζει καθημερινά για να τα καταφέρει. Τον διακατέχει μια εσωστρέφεια και κρατάει άμυνα. Ως εδώ δικαίωμά του, αυτός είναι ο χαρακτήρας του.
Απ’ την άλλη μπορεί και να προσπάθησε να μας προετοιμάσει ότι έρχεται το τέλος κι εμείς απ’ τη λαχτάρα μας να τον κάνουμε κομμάτι της ζωής μας εθελοτυφλούσαμε αψηφώντας τα σημάδια που πρόδιδαν αυτό που θα ακολουθήσει. Συνήθως, όμως, δε γίνεται έτσι. Αυτό ισχύει στις σπάνιες περιπτώσεις των ανθρώπων που αναγκαστικά διαλέγουν την εξαφάνιση.
Κάποιος που επιλέγει να εξαφανιστεί χωρίς να μας προετοιμάσει, το έχει σύστημα. Όχι επειδή χαίρεται με το να στεναχωρεί ανθρώπους -γιατί όντως η εξαφάνιση αυτή καθαυτή δηλώνει έλλειψη σεβασμού απέναντι στον άλλον με αποτέλεσμα να τον στεναχωρεί. Πηγάζει, όμως, απ’ τη συναισθηματική ανωριμότητα σαν προσπάθεια αποποίησης ευθυνών. Δε δίνει εξηγήσεις διότι αδυνατεί να σταθεί απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, αρνείται να έρθει σε επαφή μ’ αυτά που νιώθει. Δε φοβάται τόσο να αντιμετωπίσει τον άνθρωπο, όσο τα συναισθήματα.
Η φυγή γι’ αυτόν είναι η διέξοδος μέσα απ’ την οποία θα ξεφορτωθεί συναισθήματα που τον φοβίζουν. Αναζητά την εναλλαγή συντρόφων για να καμουφλάρει την ανασφάλειά του, θυσιάζοντας όσα νιώθει στο βωμό της επιβεβαίωσης. Ακόμη, όμως, κι αν όλα αυτά κάπως τον δικαιολογούν, δεν παύει να είναι σκληρή η συμπεριφορά του.
Η λήξη του τέλους είναι ισάξια με τη σύνδεση της αρχής. Όλοι στο ξεκίνημα προβάλουμε ασυναίσθητα την καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας, στον επίλογο όμως, εκεί είμαστε πραγματικά εμείς. Κι εκεί πονάει να συνειδητοποιούμε πόσο έξω πέσαμε, αν θαυμάζαμε αυτόν τον άνθρωπο κι αν τον είχαμε ψηλά.
Ωστόσο, αφού έχει να κάνει με ανθρώπινες συμπεριφορές κάνουμε λόγο για μια κατάσταση που πάντα υπήρχε. Το ότι έχει βαφτίσει ως «φαινόμενο Ghosting» το καθιστά αυτομάτως αποδεκτό. Δεν είναι όμως κι ούτε είμαστε υποχρεωμένοι να το δεχτούμε. Είναι λυπηρό να δικαιολογούνται όλα και να γενικεύονται κάτω απ’ τη φράση «Είναι κι αυτό ένα σημείο των καιρών».
Όχι, απλά κοντεύει να γίνει μόδα, επειδή κάποιους τους βολεύει. Και το παράξενο δεν είναι που το κάνουν αυτοί που πάντα εξαφανίζονται, αλλά ότι πλέον είναι μια συμπεριφορά που την επιλέγουν και κάποιοι ενώ μοιάζει να είναι κόντρα στο χαρακτήρα τους. Απλώς επειδή φαίνεται εύκολη λύση. Είναι μια τάση που μας κάνει να πιστεύουμε ότι μπορούμε να κρυφτούμε πίσω οθόνες. Με μπλοκαρίσματα στα social media νιώθουμε πως διαγράφουμε τον άλλον απ’ τη ζωή μας. Η σχέση, όμως, δεν έλαβε χώρα στον ψηφιακό κόσμο αλλά στον πραγματικό.
Η τελευταία εικόνα που κρατάμε από έναν άνθρωπο γράφει ανεξίτηλα στη μνήμη μας. Όλοι έχουμε δικαίωμα να βάλουμε τέλος. Αλλά ο χωρισμός αξίζει να είναι ζωντανός. Με δυο βλέμματα, έναν απολογισμό, ή έστω δυο τελευταία λόγια που να κουβαλάνε ψυχή και –αν το νιώθουμε– μια συμβουλή και μια ευχή από καρδιάς για κλείσιμο. Αν κι εφόσον μιλάμε για μια σχέση που μας άγγιξε, γιατί αν ήταν κάτι εφήμερο κι ανούσιο, εύκολα ξεπερνιέται.
Ο χωρισμός είναι υπόθεση για δυο, που ο καθένας τον αντιμετωπίζει με τον τρόπο του κι όχι μια κατάσταση που πρέπει να αποφεύγουμε. Είναι τουλάχιστον ενδιαφέρον να παρατηρούμε πώς αντιμετωπίζουμε εμείς οι ίδιοι έναν χωρισμό και πώς τον αντιμετωπίζει ο άνθρωπος για τον οποίο νιώσαμε κάποια συναισθήματα.
Αν αυτός επέλεξε τη σιωπή κι εσύ αναζητάς μια απάντηση, δεν έχεις παρά να πας να τον βρεις να του κάνεις την ερώτηση. Δεν πείθει κανέναν αυτή η εξαφάνιση και ξέρεις ότι μπορείς να τον βρεις. Αν εσένα ουρλιάζουν λέξεις μέσα σου για να ακουστούν, πήγαινε να του τις πεις.
Μη βολεύεσαι στη θέση του θύματος. Είναι εύκολο να βγάζουμε συμπεράσματα για κάποιον που σιωπά. Όπως αυτός επέλεξε να μη μιλήσει, έχεις κι εσύ αντίστοιχα το δικαίωμα να μιλήσεις. Για να ξέρεις τι έζησες και με ποιον και μετά απ’ αυτή σου την προσπάθεια έχεις όλο το χρόνο να βγάλεις συμπεράσματα και γι’ αυτόν αλλά και για σένα.
Υ.Γ: Ό,τι κι αν έγινε οφείλουμε στον άλλον μια εξήγηση κι όχι μια εξαφάνιση. Γιατί όταν σε διάλεγα σε εκτιμούσα. Όταν, όμως, σε σέβομαι μέχρι το τέλος, κυρίως εκτιμάω τον εαυτό μου. Για να μπει μια τελεία, πρέπει πρώτα να γραφτούν τα τελευταία λόγια στο χαρτί.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη