Κάποια Σαββατόβραδα επιθυμείς απλώς να ησυχάσεις. Να κρυφτείς απ’ όλους κι απ’ όλα. Να είσαι εσύ και το κρασί. Το κρασί θυμάται την ιστορία σου. Κάθε γουλιά κι ένα κομμάτι απ’ το παζλ σου. Σε κρατάει στο χέρι, με λίγα λόγια. Ξέρει ποιος είσαι, γιατί πολύ απλά γνωρίζει τι χρειάστηκες για να γίνεις αυτός που τώρα μου γράφει. Όλα ξεκίνησαν κάπως έτσι, λοιπόν:
Εσύ σε μια οικογένεια. Ο κάθε εσύ που βρίσκεται εκεί έξω. Κι ένας κώδικας που μεταφέρεται με την απαιτούμενη επισημότητα από γενιά σε γενιά. Τα λόγια που θα ξεστομίσεις, τα «σας ευχαριστώ» που θα προφέρεις σε συγγενείς όταν σε τρατάρουν σοκολατάκια, τα λάθη που απαγορεύεται να δοκιμάσεις. Σταθερά ακροβατείς ανάμεσα σε δύο επιλογές: Θα υπακούσεις ή θα αντιδράσεις; Θα ενστερνιστείς ή θα απορρίψεις; Τελικά, όμως, δεν πρόκειται καν για δικαίωμα επιλογής. Είναι γραμμένο στα ίδια σου τα γονίδια, στα αστέρια ή σε κάποιο μυστικό τσιπάκι του εγκεφάλου σου το αν θα συμμορφωθείς ή θα κηρύξεις ανταρσία.
Κι η ζωή σου –δε θα το αρνηθώ– θα κυλήσει τόσο πιο ομαλά αν κουνήσεις το κεφαλάκι σου συγκαταβατικά κι απλά λάβεις το μήνυμα. Θα χάσεις βέβαια έτσι ένα τσούρμο από καταραμένους και φωτισμένους συνοδοιπόρους, ενδιαφέρουσες στροφές και συναρπαστικά αδιέξοδα. Γιατί την αποδοχή με τον έναν ή τον άλλον τρόπο εσύ θα την κερδίσεις.
Θα ψάξεις το νόημα πίσω από κωδικούς που δε σπάνε. Ύστερα θα φορέσεις το πιο αστραφτερό σου χαμόγελο και θα ξελογιάσεις την κοινωνική αρένα. Θα παρουσιάζεσαι ευχάριστος, κεφάτος κι ετοιμόλογος. Στο σχολείο θα θρυμματίζεις τον πάγο με το καλημέρα σας και στο πούλμαν οι συμμαθητές θα σπρώχνονται για μια θέση στο πλευρό σου. Θα περπατάς καμαρωτός και θ’ απολαμβάνεις βλέμματα επιδοκιμασίας. Μα στο τέλος της ημέρας, με τη ματιά σου θα αναζητάς αιωνίως την παρέα του γωνιακού τραπεζιού. Θα διεκδικείς επίμονα την αγάπη τους καθώς θα διακυβεύεται ένα σεντούκι από παιδικές μνήμες στην ενδεχόμενη απώλεια αυτής.
Εσύ καλύτερα από όλους μας γνωρίζεις, άλλωστε, πώς είναι να αισθάνεσαι μόνος σε ένα σπίτι. Και μάλιστα στο δικό σου σπίτι. Έτσι, μεγαλώνοντας αποφασίζεις να χτίσεις απ’ την αρχή. Ξετρυπώνεις συμμάχους στα έδρανα του λυκείου, στην ανεξαρτησία των φοιτητικών χρόνων, στην άγρια ωρίμανση του εξωτερικού, στα γραφείου της επαγγελματικής αποκατάστασης, στο συγκάτοικο που σε μαθαίνει να μοιράζεσαι φέτες του τοστ και δάκρυα, στον ημίτρελο φίλο που σε πείθει να χορέψεις σαν να μη βλέπει κανείς, στον ποιητή που σου σιγοψιθυρίζει «γράψε όσα σε πνίγουν μπας και σωθείς».
Κάποτε το συνειδητοποιείς. Και τον εαυτό σου καλό θα ήταν να αγαπήσεις λιγάκι παραπάνω. Και το κάνεις. Ωστόσο σου μένουν παρακαταθήκη οι εκκεντρικοί φίλοι και τις νύχτες γελάτε αγκαλιά μπροστά από φλογισμένα τζάκια και καταγάλανες θάλασσες. Έπειτα μαζεύεις μπόλικα κουράγια και δραπετεύεις απ’ το δωμάτιο της απομόνωσης. Ανακαλύπτεις τότε και κάτι ακόμη. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί στο οικογενειακό σου δράμα. Ουδέποτε υπήρξαν. Υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι επεξεργασίας του ίδιου μηνύματος.
Τώρα έχεις δύο σπίτια. Μπαινοβγαίνεις με άνεση σε αυτά. Λατρεύεις κάθε γωνιά τους, μα πια δεν εξαρτάς στα ντουβάρια την ασφάλειά σου. Ξέρεις καλά πως εσύ, αρχιτέκτονας του έργου σου, μπορείς να προσθέσεις ή να αφαιρέσεις τούβλα, να στεφθείς βασιλιάς σε ολόχρυσα παλάτια ή να ανακηρυχθείς χίπης σε ανέμελες σκηνές.
Θυμάσαι κάπου-κάπου εκείνον τον τύπο, σε κάποιο πάρτι, χρόνια πριν. Ρουφούσε τον καπνό του με περίσσεια αλαζονεία και δήλωνε με στόμφο: «Οι άνθρωποι; Ας πάνε στο διάολο. Τον εαυτούλη σου να νταντεύεις. Οι άλλοι από αναλώσιμα υλικά κατασκευάστηκαν. Τους βαριέσαι και τους αντικαθιστάς. Απλό και σωτήριο».
Τότε τον κοίταξες σχεδόν με θαυμασμό. «Επιτέλους. Ένας αυτόφωτος ήρωας που δεν ορίζεται απ’ τις εξωτερικές συνθήκες που απλώνουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων οι υπόλοιπες ψυχές», σκέφτηκες. Πια όταν τον φέρνεις στο μυαλό σου τον λυπάσαι και λίγο. Γιατί δυστυχισμένοι πορεύονται στον κόσμο ετούτο όσοι αντί να εξημερώνουν τριαντάφυλλα απλά τα κόβουν εμπλουτίζοντας τη φιλάρεσκη συλλογή τους και τονώνοντας το πληγωμένο τους εγώ.
Κι αν μονάχοι γεννιόμαστε και πεθαίνουμε, τι πειράζει να γλεντήσουμε λιγάκι παραπάνω τη διαδρομή κοντά σε όσους ξεχωρίσαμε; Άσε τους δειλούς να διατείνονται πως η συντροφικότητα αποτελεί ψευδαίσθηση ή συμβιβασμό. Την πατήσανε μια φορά κι ύστερα ούτε να σηκώσουν κεφάλι δεν τόλμησαν. Εσύ φρόντισε να σταθείς κομματάκι πιο γενναίος. Κράτα ορθάνοιχτη την αγκαλιά σου κι επένδυσε συναισθήματα σε κήπους με λουλούδια.
Δε σε φοβάμαι. Θα το κάνεις. Γιατί θυμάσαι ακόμη πώς είναι να ξημερώνεις μόνος σ’ ένα δωμάτιο. Κι έκτοτε όρισες σκοπό σου να κατασκευάζεις καταφύγια για καταραμένους ταξιδιώτες σαν του λόγου σου.
Αφιερωμένο στο Νίκο που μοιράστηκε με θάρρος την ιστορία του και γράψαμε παρέα μια ακόμη: Εκείνη που μιλάει για φιλίες αληθινές και για σχέσεις ουσίας.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη