Τελειομανία. Κάτι σαν ένα μικρό τερατάκι που αντικρίζουμε μερικές φορές στην άκρη του γραφείου μας, στη γωνία του τραπεζιού μας, μέσα στην ντουλάπα μας. Δεν περνάει και τόσο καλά μόνη της η εν λόγω κυρία κι έτσι αποφασίζει να μας κρατήσει συντροφιά, χτίζοντας σπίτι στην άκρη του μυαλού μας, αποφασίζοντας να κρατήσει μία μόνιμη κατοικία εκεί.
Η αλήθεια είναι πως η τελειομανία μπαίνει στη ζωή μας ύπουλα. Κάποια στιγμή όλοι, όταν ήμασταν ακόμη μικροί, ακούσαμε απ’ τους δικούς μας πως ο συμμαθητής μας πήρε μεγαλύτερο βαθμό από εμάς, η καλύτερή μας φίλη πήρε έπαινο για την πρώτη θέση στα αθλήματα, το παιδί του γείτονα δεν γκρίνιαζε κι η ιστορία πάει λέγοντας. Πολύ ή λίγο, όλοι μεγαλώσαμε με ένα πρότυπο σύγκρισης, να μας κυνηγάει στα παιδικά και τα εφηβικά χρόνια κι εμείς να τρέχουμε, μήπως και το προφτάσουμε και ξεπεράσουμε τη δεύτερη ή τρίτη θέση. Σαν εκείνον τον ξάδερφο που τα είχε καταφέρει τόσο τέλεια κι εμείς δεν μπορέσαμε ποτέ να τον φτάσουμε -σε αυτόν τον ατέρμονο αγώνα τρεξίματος ίσως κι εκείνος να έκανε τα πάντα για να φτάνει πρώτος και να προλάβει κάποιον άλλον.
Εκείνος, λέγανε, ήταν τόσο τέλειος κι εμείς ό,τι κι αν κάναμε ποτέ δε θα μπορούσαμε να τον φτάσουμε. Γιατί για εκείνον μιλούσε η οικογένεια τις Κυριακές που μαζευόμασταν στο σπίτι να φάμε, εκείνος έπαιρνε τα εύσημα για τις καταπληκτικές του επιδόσεις κι εμείς κρυβόμασταν κάπου στο δωμάτιό μας ή σε κάποιο δωμάτιο ξένων, να παίζουμε με τα παιχνίδια μας, ξεχνώντας τον αγώνα να φτάσουμε κάπου πρώτοι. Κι οι γονείς μας να λένε πως κι εμείς κάτι καταφέραμε, οπότε αξίζουμε να παίζουμε με τα παιχνίδια μας, ακόμα κι αν ο ξάδερφος κόντευε να γίνει πείραμα για το Cern κι εμάς οι γνώσεις μας έφταναν μέχρι το δέκα.
Αν μη τι άλλο, ποτέ δεν έχασαν την πίστη τους σε μας, αλλά κάποια στιγμή χάσαμε εμείς τη δική μας. Και ξαφνικά, μέρα με τη μέρα, η τελειομανία, από εκεί που το ύψος της έφτανε μέχρι τα δύο εκατοστά, ξεκίνησε να μεγαλώνει όλο και περισσότερο, να μας πιάνει χώρο στο γραφείο και στον καθρέφτη και να μας βαραίνει τον ώμο, κάθε φορά που αποφάσιζε να βγει στον έξω κόσμο, να μας κάνει συντροφιά, χωρίς να την έχει καλέσει κανένας.
Και ξαφνικά, τα πράγματα δεν ήταν έτσι όπως εμείς τα βλέπαμε. Βαριόταν, μωρέ, και μας έκλεινε τα μάτια, με αποτέλεσμα εμείς να μη βλέπουμε τα κατορθώματά μας και να ζούμε σε ένα παραμύθι στο οποίο αν δεν τα κάναμε όλα σωστά, θα ήμασταν αυτόματα σ’ όλα λάθος. Κι εκείνη χαιρόταν που έπαιζε μαζί μας, χωρίς να τη νοιάζει πόσο βασανιζόμασταν κάθε μέρα.
Κι ακόμα πιο ξαφνικά, σταματήσαμε να είμαστε αρκετοί για εμάς και τους άλλους. Και βρεθήκαμε από εκεί που δεν το περιμέναμε να κονταροχτυπιόμαστε με τους ίδιους μας τους εαυτούς, αν θα γίνουμε καλύτεροι, αν κάτι δεν το κάναμε σωστά, κι αν στο τέλος της ημέρας είμαστε αρκετοί για τους άλλους. Πόσο μάλλον αν είμαστε αρκετοί για εμάς.
Κάπως έτσι, φτάσαμε στο σημείο να μην εκτιμάμε όσα κάνουμε, ίσως χωρίς να μας νοιάζει καν η γνώμη των άλλων. Γιατί άμα δεν το βλέπαμε εμείς, τι σημασία έχει να το δουν οι άλλοι; Και σιγά-σιγά, όσα κάναμε σταματούσαν να αποκτούν νόημα αν εμείς δεν τα βλέπαμε τέλεια. Οπότε, μ’ αυτό τον τρόπο, χάσαμε το παιχνίδι με τους εαυτούς μας και βρεθήκαμε δεύτεροι, να παλεύουμε μήπως και φτάσουμε στα μισά κάθε αγώνα.
Κι έτσι όπως βλέπαμε το τερατάκι της τελειομανίας να μας πνίγει, να παίρνει υπερβολικό χώρο στα έπιπλα και το μυαλό μας, να διατάζει πώς θα ζήσουμε εμείς τις ζωές μας και να γκρινιάζει κάθε φορά που τα πράγματα δεν πήγαιναν με βάση τα δικά της «θέλω», ξυπνήσαμε κι αποφασίσαμε να τη διώξουμε απ’ το χώρο μας, που τόσο αυθαίρετα είχε εγκατασταθεί. Γιατί η τελειομανία ζει όσο εμείς της δίνουμε ζωή κι ανά πάσα στιγμή μπορεί να μικρύνει αν της στερήσουμε χώρο απ’ το μυαλό μας, ίσως κάποτε μπορέσουμε να την εξαφανίσουμε.
Γιατί δεν έχει σημασία αν ο ξάδερφος, ο γείτονας, ο φίλος ή ο συνεργάτης τα έχουν καταφέρει καλύτερα από εμάς. Εξάλλου, πάντα θα υπάρχει κάποιος σε κάτι καλύτερός μας κι αυτό δεν είναι άσχημο, ίσα-ίσα θα μπορούσε να γίνει κίνητρο, αν δεν του επιτρέψουμε να γίνει θηλιά. Περισσότερο σημασία έχει να το αναγνωρίζουμε εμείς, αλλά να αναγνωρίζουμε εξίσου και τις επιτυχίες μας, χωρίς να έχουμε την ανάγκη των άλλων να μας υποδείξουν πως κάτι κάναμε κι εμείς σωστά για να αναπνεύσουμε.
Γιατί κάποια στιγμή πρέπει να ζήσουμε μια ζωή που μας αρκεί, χωρίς να βλέπουμε τους άλλους και χωρίς να συγκρινόμαστε μαζί τους. Αλλά ακόμα κι αν δεν τα καταφέρουμε, θα έχουμε προσπαθήσει, χωρίς να μένουμε στάσιμοι και παραιτημένοι. Γιατί περισσότερο έχει σημασία η προσπάθεια που κάνει ο καθένας μας κάθε μέρα για να γίνει καλύτερος, ώστε να μπορεί να αντικρίσει τον εαυτό του στον καθρέφτη χωρίς να κρέμεται τίποτα απ’ τον ώμο του, χωρίς να ζαλίζει τίποτα το κεφάλι του.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη