Άλλο ένα βράδυ που λείπεις. Έφυγες ξανά. Πάλι δεν είσαι εδώ. Πάλι το σπίτι είναι άδειο, πάλι η φωνή σου ακούγεται μέσα απ’ το ποτήρι, πάλι το τασάκι γεμίζει γρήγορα και πάλι οι κολλητοί οφείλουν να κάτσουν να μ’ ακούσουν.

Έρχονται σπίτι, πίνουν μαζί μου, με συμβουλεύουν, αλλά εγώ δε θέλω να απομακρυνθώ απ’ το λάθος που απομακρύνθηκε από εμένα, όπως λένε. Δε δέχομαι τη φυγή σου. Δε γίνεται έτσι απλά να έφυγες. Δεν είναι λογικό να αποστασιοποιείσαι με τέτοια ευκολία και να μένω να περιμένω ακόμη μία επιστροφή σου.

Η ώρα στο σπίτι περνάει αργά. Νιώθω πως κολλάει ο χρόνος. Το βράδυ ειδικά οι δείκτες του ρολογιού παγώνουν. Σκοτεινιάζει νωρίς κι αργεί να ξημερώσει. Το σπίτι αρνείται από ένα σημείο και μετά να φιλοξενήσει τον νταλκά μου κι εγώ αντίστοιχα κουράστηκα να το βλέπω μισό.

Πνίγομαι. Βαρέθηκα. Φεύγω. Σηκώνομαι απότομα, παίρνω μαζί μου τα τσιγάρα, ένα μισοτελειωμένο μπουκάλι, κάνα-δυο αναπτήρες και τα κλειδιά του αυτοκινήτου και κλειδώνω την εξώπορτα.

Πλέον έχω βγει στο δρόμο και βάζω μπροστά το αυτοκίνητο. Έφυγα απ’ το σπίτι δίχως, όμως, στην πραγματικότητα να γνωρίζω πού θέλω να πάω. Υπάρχει σαν δεδομένο, ωστόσο, στο μυαλό μου πως θέλω να σε συναντήσω. Να σε δω τυχαία κι ας μη με καταλάβεις. Να δω πώς είναι το πρόσωπό σου, να θυμηθώ τα μάτια σου, να κοιτάξω τι διάλεξες να βάλεις απόψε το βράδυ, να παρατηρήσω τους γύρω σου και να αντιληφθώ πού θέλεις να πας. Να κορνάρω και να φύγω.

Δύσκολο, όμως. Δύσκολο να πατάς γκάζι, γιατί το φρένο τώρα ταυτίζεται με την τρέλα. Κι αυτή σαν ένα κόκκινο φανάρι. Στο κόκκινο σταματάω. Το ίδιο και στη μορφή σου. Ξεχάσαμε κάτι όμως, φίλε. Τη νύχτα δεν έχει κίνηση και σχεδόν κανείς δε σταματά στα φανάρια. Άλλη μία νύχτα που δεν την είδα.

Δύσκολη κατάσταση. Ζόρικες νύχτες, αμέτρητες συζητήσεις κι αναλύσεις για το τι μπορεί να έφταιξε, τι είπα και το μετάνιωσα, τι είπε και με πόνεσε, τι ξέχασα να της θυμίσω και τι δεν παρέλειψε να μου πει. Η ψυχική μου ηρεμία με έχει αποχαιρετήσει μαζί με ‘κείνη κι ο συναισθηματικός μου κόσμος δεν είναι ο ίδιος. Η εμπιστοσύνη μου έχει κλονιστεί εξαιτίας μιας «σκάρτης σχέσης» –όπως θα πουν με άνεση οι φίλοι– κι όσα βίωσα και βιώνω για χάρη της, αναμένεται να με τρελαίνουν για καιρό.

Θέλω να είμαι μόνος μου και ξαφνικά θέλω να ‘ναι μαζί μου οι κολλητοί μου. Απότομα τους βαριέμαι και τους λέω πως θέλω να κοιμηθώ κι επί τόπου τους ζητάω συγγνώμη για τη συμπεριφορά μου. Άλλαξε εμένα. Κατάφερε, δίχως να ξέρει αν όντως ήθελε να το καταφέρει, να με επηρεάσει στον μέγιστο βαθμό. Χτύπησε κι έφυγε. Τραυματίστηκα, επιβίωσα, αλλά για έναν ανεξήγητο λόγο, θα ήμουν πρόθυμος να με ξαναχτυπήσει. Για να γινόταν άλλωστε, θα έπρεπε να γυρίσει. Αν γύρναγε, θα έφευγε πάλι;

Ακόμα μία μέρα πέρασε, ακόμα ένα βράδυ κράτησε παραπάνω απ’ το κανονικό. Πάλι ήπιαμε, πάλι την ψάξαμε, αλλά ποτέ δεν την είδαμε. Δεν ήταν γραφτό να τη δούμε τυχαία. Ούτε τυχαία μάλλον. Τα βράδια δεν κυκλοφορεί και τη μέρα δε μου επιτρέπεται να την αναζητήσω. Κάπως έτσι, άδειασε πάλι το ντεπόζιτο.

Αποφάσισα να κάτσω μέσα σήμερα το βράδυ. Δε θα πιω πολύ, θα κοιμηθώ νωρίς. Τελειώνει και το πακέτο, πού να τρέχεις τώρα; Δε μου κάνεις καλό. Δε με βοηθάς. Σε σκέφτομαι κάθε φορά που καπνίζω. Μοιάζεις με εξάρτηση. Μου γίνεσαι διαρκώς όλο και πιο σημαντική.

 

Συντάκτης: Δημήτρης Μανάκος
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη