Χωρίζουμε και ξαφνικά θυμόμαστε να νευριάσουμε και να εκραγούμε για όλα όσα μας την έδιναν καιρό στη συμπεριφορά του άλλου. Μικρά, μεγάλα, δεν έχει σημασία. Αποτέλεσαν κομμάτι της συνολικής εικόνας που μας κέντρισε το ενδιαφέρον και μάλιστα στην αρχή ενδέχεται να τα θεωρούσαμε ως και χαριτωμένα. Τι κι αν οι άλλοι έβλεπαν από νωρίς τα ελαττώματά του; Κατόπιν εορτής και με τραγική χρονοκαθυστέρηση τα είδαμε κι εμείς.
Υπάρχουν τρεις πιο συχνές συμπεριφορές –αν μπορούμε κάπως να τις κατηγοριοποιήσουμε– που υιοθετούμε μετά από ένα χωρισμό:
Νούμερο ένα. Αγνοούμε εντελώς την ύπαρξή του. Φερόμαστε σαν να μην έγινε ποτέ, σαν να μην πέρασε ποτέ απ’ τη ζωή μας και μάλιστα στις συναντήσεις με την παρέα αποτελεί κατάρα το να αναφερθεί το όνομα του πρώην συντρόφου μας.
Νούμερο δύο. Αν ήταν δική μας απόφαση ο χωρισμός (ή έστω κοινή), τότε μπορούμε αραιά και πού να συζητάμε για εκείνον, να σχολιάζουμε γεγονότα και συμπεριφορές, τόσο θετικές όσο κι αρνητικές. Στην παρέα επιτρέπονται οι αναφορές στο συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά όχι με ιδιαίτερη συχνότητα ή διάρκεια.
Νούμερο τρία. Αν η απόφαση για χωρισμό βγήκε απ’ τα δικά του χείλη, (σχεδόν) όλα τα θέματα συζήτησης καταλήγουν σε εκείνον και φυσικά στο πόσο σκάρτα μας φέρθηκε, τι κελεπούρι έχασε –εμάς ντε!– και πόσο θα το μετανιώσει.
Και κάπου εδώ έγκειται το πρόβλημα που λίγο-πολύ όλοι έχουμε αντιμετωπίσει. Τοποθετούμε τον άλλο σε μια πλασματική γωνία και του ρίχνουμε πυρά, λες και δεν είχαμε κι εμείς ευθύνη στο μεταξύ μας και την κατάληξή του. Λες και ξαφνικά γίναμε οι κατατρεγμένοι που η μοίρα, η τύχη, το κάρμα –όπως το βαφτίζει ο καθένας– αποφάσισε να μας εκδικηθεί και μας έστειλε αυτόν τον άνθρωπο να μας κάνει τη ζωή πατίνι.
Κάτσε λίγο, κι αν είμαστε εμείς εκείνοι που κάναμε δύσκολη τη ζωή κάποιου άλλου; Που, δηλαδή, σίγουρα το έχουμε κάνει τουλάχιστον μία φορά, όσο κι αν με την πρώτη σκέψη θα πούμε «όχι» για να μας δικαιολογήσουμε. Δε μας αρέσει το σενάριο να μας κακολογεί και να μας κατηγορεί ο άλλος κι είμαστε έτοιμοι να μπούμε σε διαμάχη για να αποποιηθούμε την αρνητική κριτική και να αποδείξουμε το αντίθετο.
Ακόμα και πιο εσωτερικά να το πάρουμε, τον επιλέξαμε για διάφορους λόγους να βρίσκεται δίπλα μας κι ακόμα και σκάρτα να μας φέρθηκε, οφείλουμε να σεβαστούμε τις εμπειρίες και τις στιγμές που μοιραστήκαμε. Μας έκανε αυτό το κλικ κι επενδύσαμε. Εντάξει, μαζί με τη σχέση δεν ήρθε κανένα εγγυητικό χαρτί σωστής συμπεριφοράς. Γι’ αυτό υπάρχει πάντα κι η αποδέσμευση, η λύση του χωρισμού και το τέλος της εκάστοτε επαφής που νιώθουμε πως δεν τραβάει. Δεν υπάρχει λόγος να μαστιγώνουμε με λέξεις τον άλλο, πόσο μάλλον όταν είσαι απών, διασύροντάς τον σε τρίτα πρόσωπα.
Η χολή μας ντυμένη σαν παράπονο λειτουργεί τελικά εις βάρος μας. Σαν να ακυρώνουμε εμάς τους ίδιους και τις αποφάσεις μας. Σαν να βάζουμε τιμωρία τον εαυτό μας για επιλογές που δεν είχαν την εξέλιξη και την κατάληξη που θα θέλαμε, ενώ παράλληλα δηλώνει και τη δειλία μας να αναλάβουμε την όποια ευθύνη μας. Ανάμεσα στις τόσες επιλογές που έχουμε είναι λογικό να γίνονται λάθος εκτιμήσεις. Παντού ισχύει αυτό. Ένα παραπάνω στον έρωτα που το συναίσθημα παίρνει τα ηνία κι αφήνει τη λογική στο μπαρ να τα πίνει.
Κάθε ερωτική εμπειρία ή περιπέτεια που έχουμε αποκτήσει, όλες –χωρίς εξαιρέσεις κι ανεξαρτήτως κατάληξης– μας έχουν δώσει μικρά ή μεγάλα μαθήματα. Δεν υπάρχει λόγος να βρίζουμε, να ρίχνουμε κατάρες ή να διαδίδουμε ψευδείς ειδήσεις για τους πρώην. Δε μας τιμάει. Είναι πρώην γιατί ακριβώς δε μας έκαναν ή δεν τους κάναμε. Δεν έδεσε το γλυκό, πώς αλλιώς να το πούμε; Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός πως τους οφείλουμε το σεβασμό μας, κυρίως γιατί έτσι σεβόμαστε πρώτα τον εαυτό μας.
Κι εκδίκηση να θέλουμε να πάρουμε, η αδιαφορία είναι πάντα καλύτερη απ’ την κακία -που μεταξύ μας, όσο κράζουμε κάνει μπαμ πως μας καίει.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη