Ο πρώτος μήνας κύλησε αργά. Πάντοτε αργά κυλούν οι στιγμές που μας υπενθυμίζουν πως η ζωή αξίζει. Στην καρδιά του Δεκέμβρη οι βιτρίνες πρόβαραν τα γιορτινά τους κι ο κόσμος περιφερόταν στους δρόμους λιγάκι πιο χαρούμενος απ’ ό,τι συνήθως. Η αναμονή των Χριστουγέννων έμοιαζε με την προσμονή μιας ιερής ελπίδας, εκείνης που απαγορεύεται να χάσουμε, προκειμένου να σώσουμε την ψυχή μας.
Η Εβελίνα έγραφε μανιωδώς στα χαρτιά. Ύστερα μετέφερε τις σκόρπιες σκέψεις της στον υπολογιστή, ώσπου αυτές αποκτούσαν επιτέλους τη δική τους οντότητα και μεταμορφώνονταν σε μία ιστορία. Στην ιστορία της. Τα πρώτα πέντε κεφάλαιο είχαν ήδη κατατεθεί κι έτσι ο κύριος Παπαγρηγορόπουλος διάλεγε πια φωτάκια και δώρα, ανασαίνοντας με ανακούφιση και τρίβοντας τα χέρια του με ικανοποίηση.
«Δεν ξέρω τι ακριβώς σε ξεμπλόκαρε μα, διάολε, μια τέτοια ερωτική συνάντηση ταιριάζει γάντι στις κινηματογραφικές αίθουσες. Ακροβατεί ανάμεσα στη φαντασίωση και την αλήθεια. Θα μπορούσε ακόμη και να μας συμβεί αν δεν ήμασταν τόσο φριχτά απορροφημένοι στις σκοτούρες της μίζερης σειράς μας. Αν αφήναμε μια χαραμάδα ανοιχτή στο απρόβλεπτο και συναρπαστικό», παρατηρούσε με γενναίες δόσεις πικρίας ο εκδότης, τόσες που θα ορκιζόσουν ότι ετοιμάζεται να στοιβάξει τα ρούχα του σε μια βαλίτσα και ν’ αναζητήσει την τύχη και το άλλο του μισό σε μέρη μακρινά.
Μα οι άνθρωποι φαίνονται πρόθυμοι να συνθηκολογήσουν με την ουδετερότητα για μέρες, εβδομάδες, μήνες ή και χρόνια ολόκληρα. Περπατούν σκυφτοί γυρεύοντας στο έδαφος τους νεκρούς τους πόθους και χαμογελούν συγκαταβατικά πλάι σε μέτριες αγάπες. Η συγγραφέας το γνώριζε αυτό. Εκείνο που δεν είχε βιώσει βαθιά στο πετσί της ήταν πως οι ιστορίες που αξίζουν να γραφτούν απαιτούν κομμάτια της ύπαρξής μας για να φλερτάρουν την υπέρβαση.
Ένα βράδυ η Εβελίνα περπατούσε παρέα με τον Άλκη σε μια Αθήνα καλυμμένη από πυκνό χιόνι. Έπεφταν οι άσπρες νιφάδες στα ρούχα και στα μαλλιά τους, ωστόσο οι δύο συνεργάτες βάδιζαν ανενόχλητοι στην πόλη που ποτέ δεν κοιμόταν. Το ολόγιομο φεγγάρι γοήτευε τον απέραντο ουρανό ξυπνώντας παλιές δοξασίες για πανσελήνους που κινούν τα νήματα του θνητού πεπρωμένου.
«Θα σου πω κάτι, αλλά μη γελάσεις», ξεκίνησε τη συζήτηση η κοπέλα.
«Χαμογελώ πιο εύκολα πια, οπότε θ’ αποδειχθεί κομματάκι δύσκολο να κρατήσω την υπόσχεσή μου», της αποκρίθηκε ο συνοδοιπόρος.
«Ανέκαθεν με τρόμαζαν τα γεμάτα φεγγάρια. Σαν την ύστατη πράξη ενός έργου που δεν επιθυμείς να σε αποχαιρετήσει. Στέκονται εκεί ψηλά, στην πιο μεγαλειώδη εκδοχή τους, μα το αισθάνεσαι πως σύντομα θα φθαρούν ώσπου κάποτε θ’ αφήσουν πίσω τους μονάχα μιαν ανάμνηση», μελαγχόλησε η Εβελίνα.
«Καταλαβαίνω τι εννοείς… Στο κύκνειο άσμα τους λάμπουν περισσότερο από ποτέ. Μα όχι για να προσθέσουν δάκρυα στην απώλεια. Κυρίως για χάρη μας το κάνουν. Για να φυλακίσουμε στην καρδιά το φως. Αν τα καταφέρουμε δε θα μας εγκαταλείψουν. Θα ενωθούν με τις αναπνοές μας και θα χορέψουν στις σελίδες μας», την καθησύχασε ο Άλκης.
«Η συμφωνία μας, λοιπόν», ψιθύρισε η κοπέλα.
«Έχεις δεύτερες σκέψεις;», ζήτησε να μάθει ο σκηνοθέτης.
«Μερικές φορές απλώς αναρωτιέμαι… Αξίζει η θυσία για ένα σωρό από χαρτιά;»
«Θυσία για εμένα είναι οι αγάπες που μυρίζουν ναφθαλίνη. Ενδεχομένως το είδος μας να χρειάζεται την πίεση του χρονομέτρου προκειμένου να αξιώσει λίγη μαγεία στις στιγμές του», αποκρίθηκε ο Άλκης.
«Αν προτιμήσουμε να πορευτούμε ως εραστές παρά ως εκτελεστικά όργανα του έργου μας;», τον ξάφνιασε η κοπέλα.
«Τότε θα ξαναγίνουμε εμείς με κάθε περιορισμό που αυτό συνεπάγεται. Εγώ που τρέμω τις δεσμεύσεις κι εσύ που αποχωρείς απ’ τις σχέσεις πριν απ’ το οριστικό χασμουρητό. Κι η δύση μας θα θυμίζει όσα ζευγάρια κοιμούνται χώρια στο κοινό κρεβάτι του βολέματος», είπε ο Άλκης.
«Μια ιστορία ως ασπίδα στους φόβους μας, λοιπόν», συμπέρανε η Εβελίνα.
«Μια ευκαιρία να ζήσουμε προτού σκορπιστούμε στο άπειρο. Θ’ αποδράσουμε απ’ τις πνιγηρές ετικέτες και θα πορευτούμε ελεύθεροι όσο οι ήρωές μας χαρίζουν το ακλόνητο άλλοθι», απάντησε ο άντρας.
Κι ύστερα ένα φιλί, σαν τη στερνή ελπίδα πως τα ολόγιομα φεγγάρια δεν προδίδουν τους καθαρούς ουρανούς και τα χρονόμετρα δεν περιφρονούν τα λεπτά που μετρούν.
Το επόμενο απόγευμα ο Άλκης κάπνιζε μανιωδώς σ’ ένα γραφείο, κάπου στο κέντρο της Αθήνας.
«Τι σκοπεύεις να πράξεις;», τον ρώτησε ο κύριος Φραγκάκης.
«Αν της μιλήσω θα τινάξω τη συμφωνία με τον εκδότη στον αέρα».
«Το στοίχημα εννοείς», τον διόρθωσε ο συνομιλητής του.
« Άφθονες δόσεις αδρεναλίνης για μία ταινία κι έναν έρωτα. Πώς έμπλεξα έτσι;», ξεφύσησε ο Άλκης.
«Ο σκηνοθέτης της ταινίας σου».
«Η δειλή κίνηση πίσω απ’ την κάμερα», ψέλλισε μετανιωμένος ο άντρας.
«Ο πιο ασφαλής τρόπος να υπερβείς τους φόβους σου», υπογράμμισε μ’ ένα χαμόγελο συμπάθειας ο κύριος Φραγκάκης.
«Μια προδοσία για μια κλεφτή ματιά στη λύτρωση, λοιπόν», συνόψισε ο Άλκης.
«Υπάρχει χρόνος. Αποκαλύψου! Αν κάτι μου έμαθε η εμπειρία είναι πως οι άνθρωποι συχνά μας εκπλήσσουν με τα τεράστια αποθέματα κατανόησης που κουβαλούν».
«Δυστυχώς χρόνος δεν απέμεινε. Ούτε και τρόπος. Υπέγραψα συμβόλαιο. Θα εξαφανιστώ μόλις γραφτεί το φινάλε. Έτσι η δουλειά θα μου ανήκει και το στοίχημα θα έχει κερδηθεί. Κι ούτε μύτη δε θα ανοίξει», αποκρίθηκε με πικρία ο σκηνοθέτης.
«Στο τραπέζι σου διακυβεύονται τόσα περισσότερα από ένα στοίχημα», του υπενθύμισε ο συνομιλητής.
Ο Άλκης έκρυψε με τα χέρια το πρόσωπό του κι ύστερα σωριάστηκε στην αναπαυτική πολυθρόνα.
Κάθε Πέμπτη, στις πέντε ακριβώς, πιστός στο ραντεβού με τον ψυχαναλυτή του, κατέφθανε στο δεύτερο όροφο του φωτεινού γραφείου, εκεί κάπου στο κέντρο της Αθήνας. Μα εκείνο το απόγευμα έφευγε νιώθοντας πιο απεγνωσμένος από κάθε καταραμένο ήρωα που εγκλωβίστηκε ποτέ στις σελίδες του.
«Έκανε παγωνιά, ωστόσο συντροφιά ζέσταιναν τις ιστορίες στους. Κι οι αγκαλιές τους ξεγελούσαν το χρόνο, σαν μια υποψία πως ο άνθρωπος στέκεται κάπου-κάπου πιο δυνατός απ’ τις πληγές του», έγραψε την ίδια νύχτα η Εβελίνα.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη